«Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη»

Π. Νερούντα

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου Τι είδους ελληνικότητα απασχολούσε τον Ρίτσο τις δύο πρώτες δεκαετίες της ποιητικής του πορείας;


Περίληψη

Τι είδους ελληνικότητα απασχολούσε τον Ρίτσο στη διάρκεια της μακράς ποιητικής πορείας του; Στο πεδίο των ραγδαίων πνευματικών και καλλιτεχνικών εξελίξεων που διαμόρφωναν τη φυσιογνωμία της γενιάς του 1930, περίπτωση του Ρίτσου ξεχωρίζει. Η προσπάθεια «μιας βαθύτερης πολιτισμικής αυτογνωσίας» (Ε. Καψωμένος) που καταβάλλουν οι Έλληνες μοντερνιστές, καλλιεργώντας, παράλληλα με τις ανατρεπτικές αναζητήσεις της μορφής, και την ιδέα ελληνικότητας, στο δικό του έργο έχει μια ιδιόμορφη διαδρομή. – Στις δύο πρώτες συλλογές του (Τρακτέρ, 1934, Πυραμίδες, 1935) δεσπόζει –κόντρα στη γενική ατμόσφαιρα κατάθλιψης– η ρομαντική έξαρση κοινωνικού οραματισμού: ενθουσιώδης ενατένιση ενός νέου ορίζοντα ζωής, στιχουργική δεξιοτεχνία στο μορφικό πλαίσιο της ποιητικής παράδοσης, αλλά και εικονοπλασία κοσμογονικής πνοής – με ίχνη επίδρασης του Μαγιακόφσκι. – Τα αμέσως επόμενα χρόνια σημαδεύονται με τα πρώτα βήματα του Ρίτσου προς τη στιχουργική και θεματική ανανέωση (1935-1937) που ακριβώς τότε εντυπωσιακά κέρδιζε έδαφος στην ελληνική ποίηση υπό τη σημαία του μοντερνισμού. Ο Επιτάφιος (1936) εμφανίζεται σαν παρέκκλιση από τη στροφή στη νέα τεχνοτροπία, αλλά εισάγει άλλα πρωτότυπα στοιχεία. Ίσως χάρη στη σύλληψη της ιδέας μέσα από μια εικόνα (φωτογραφία της μητέρας που θρηνεί τον δολοφονημένο στη διαδήλωση γιό της), η πρώτη κίνηση για μια επικαιρική ανταπόκριση οδηγείται σε καθολικότερο, με διαχρονικές διαστάσεις, επίπεδο θεώρησης. Η προσφυγή στη δημοτική παράδοση εξυπηρετεί τους στόχους που αργότερα θα αναλαμβάνουν τα μυθολογικά μοντέλα. Όπως ομολογούσε έπειτα ο ίδιος (1972), με τον τρόπο αυτό το άμεσο γεγονός «επεκτείνεται συνειρμικά κι αισθητικά σ’ έναν άπειρο χρόνο ιστορικό, μυθικό, εσωτερικό προς τα πριν και τα μετά». Η διείσδυση που επιχειρεί ο Ρίτσος στον λαϊκό βίο, τη λαϊκή συνείδηση, τη λαϊκή γλώσσα και ποιητική, είναι μια δική του συνεισφορά στην έρευνα της ελληνικότητας. Το ελευθερόστιχο Τραγούδι της αδελφής μου (1936-1937) που δηλώνει πλέον ρητά τη μετάβαση του Ρίτσου και στον ελεύθερο στίχο και στον λυρικό ποιητικό λόγο, έχει και ένα διαφοροποιό προς τους εισηγητές της νεοτερικής ποίησης στην Ελλάδα στοιχείο. Ο Ρίτσος στο Τραγούδι της αδελφής μου και ο Βρεττάκος στην Επιστολή του κύκνου ήταν οι πρώτοι που έγραψαν σε ελεύθερο στίχο εκτενή συνθετικά ποιήματα (Α. Αργυρίου). Το συναισθηματικό ξέσπασμα του Ρίτσου στο Τραγούδι της αδελφής μου εκφράζει σε χείμαρρο λυρικών καταθέσεων το οικογενειακό δράμα του ποιητή, το ψυχικό ράγισμα της αδελφής του που του είχε σταθεί στοργικός φύλακας-άγγελος στις σκληρές δοκιμασίες, την απελπισία του, αλλά τελικά την ελπίδα, την εμπιστοσύνη στην ισχύ του Ήλιου, ικανού να ζωογονεί τις δυνάμεις της φύσης και του ανθρώπου, να τροφοδοτεί τη Δημιουργία. Το αποκαλυπτικό άνοιγμα προς τον εξομολογητικό μονόλογο που εισχωρεί στο πεδίο της συζητούμενης ελληνικότητας, είχε συντελεστεί. Τα ακόλουθα δύο συνθετικά λυρικά ποιήματα του Ρίτσου –Εαρινή συμφωνία (1937-1938) και Το εμβατήριο του ωκεανού (1939-1940)– είναι το «αστείρευτο άσμα» για την αγάπη και την ομορφιά της ζωής, που αναβλύζουν «απ’ τη πληγή», για το «ρίγος της αιώνιας διάρκειας». Η λατρεία του εθνικού φυσικού χώρου, ένας από τους βασικούς τόπους στον κανόνα της ελληνικότητας, έχει σ’ αυτά τα έργα πολύ σημαντική θέση και παρουσιάζει αρκετά σημεία σύγκλισης με το εκρηκτικό ποιητικό ξεκίνημα του Ελύτη. Η μέθη της νιότης και του έρωτα, η ασυγκράτητη δίψα της ζωής, η αίσθηση ευδαιμονίας εναρμονίζονται με το φυσικό περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι βασικές μεσογειακές συνισταμένες – ο ήλιος και η θάλασσα. Άλλο κοινό σημείο, επίσης πυλώνας της ελληνικότητας, είναι, το μοτίβο του ταξιδιού, και σ’ αυτό πολύ ενδεικτική είναι η σύγκληση του Ρίτσου (Εμβατήριο του ωκεανού) με τον Σεφέρη (Μυθιστόρημα και σειρά ποιημάτων που δημοσιεύονται το 1938 στα Νέα Γράμματα και θα συμπεριληφθούν το 1940 στο Ημερολόγιο καταστρώματος). Το ταξίδι, ο δρόμος λειτουργούν ως σύμβολα της πορείας, ατομικής και συλλογικής, του Ελληνισμού, που στον Ρίτσο προβάλλει προς το παρόν περισσότερο στη μυθοποιούμενη, συμβολική διάσταση, ενώ στον Σεφέρη είναι πολύ αισθητός ο ιστορικός, φιλοσοφικός αναστοχασμός, χρωματισμένος με οδύνη. Εκείνο που διαφοροποιεί ουσιαστικά τις καταθέσεις ελληνικότητας του Ρίτσου από τις αντίστοιχες των ομότεχνων νεοτεριστών της γενιάς του, είναι το βαθιά ριζωμένο στην εθνική πραγματικότητα βίωμα (που εμπεριέχει και τη βιωμένη σχέση με τη λαϊκή παράδοση), βίωμα άμεσο και ένθερμο, φλεγόμενο από ασίγαστο όραμα που δεν επιβάλλεται πλέον, αλλά υποβάλλεται – και λόγω των έκτακτων καταστάσεων της δικτατορίας του Μεταξά, αλλά και των μεταβολών στην ποιητική του κοσμοθέαση, με νέου τύπου νοηματοδότηση των μηνυμάτων. Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στις εσωτερικές διεργασίες ενός νέου ανθρώπου, ενός εκκολαπτόμενου ποιητή, στα υπαρξιακής υφής προβλήματα που ορθώνονται μπροστά του. Οι μορφές του Ήλιου που καλεί σε δραστήρια στάση ζωής και του Ωκεανού που συμβολίζει την αιώνια κίνηση και δε γνωρίζει υποταγή «στη νύχτα και στον ύπνο», αποτελούν κλειδιά της ποιητικής δημιουργίας του Ρίτσου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930, όπου φανερώνεται και στεριώνει η γόνιμη «σύζευξη πρωτοπορίας και παράδοσης» (διατύπωση του Ε. Καψωμένου). Σε συνέχεια στην ανακοίνωση θα εξεταστούν οι μεταμορφώσεις στην ερμηνεία της ελληνικότητας που σημειώνονται στη δημιουργία του Ρίτσου κατά την κατακλυσμιαία δεκαετία του 1940 και έπειτα στην ακόλουθη, την πλέον ώριμη, περίοδο του ποιητικού του γίγνεσθαι.

Πηγή: Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών  http://www.eens.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου