«Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη»

Π. Νερούντα

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Σόνια Ιλίνσκαγια: Γιάννης Ρίτσος-Αναζητήσεις στην πορεία ενός οράματος

assets_LARGE_t_420_2401083_type11495 
Πηγή: Ουτοπία Νο 1, σελ 111-126
αρχείο λήψης (1)Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνω μια δημόσια ομιλία για το Γιάννη Ρίτσο. Πρώτη φορά όμως αντιμετωπίζω το έργο του σαν ένα τετελεσμένο πια γεγονός με τον ίδιο τον ποιητή να έχει περάσει πλέον στην ιστορία. Οι περιστάσεις πιστεύω επι­βάλλουν μια θεώρηση όχι γενική, απολογιστική, αλλά ερευνητική, απαλλαγμένη από κάποια έτοιμα κλισέ, τίτλους τιμής, εύκολους ενθουσιασμούς και εύκολες επικρί­σεις. Είναι χρέος και της κριτικής και της φιλολογικής επιστήμης απέναντι σε ένα έργο εξαιρετικά μεγάλων διαστάσεων (με την πολλαπλή σημασία αυτής της λέξης), που, φοβάμαι, σε ένα σημαντικό βαθμό παραμένει απροσπέλαστο.
Επιλέγοντας το θέμα της σημερινής μου ομιλίας, φροντίζοντας για την απα­ραίτητη περιχάραξη του, θέλησα να προσεγγίσω έναν από τους κυρίαρχους άξονες της δημιουργίας του Ρίτσου, ένα ιδιαίτερο δικό της στίγμα. Εννοώ την πορεία του οράματος του, την οποία δε θα προσπαθήσω βέβαια να την καλύψω σε όλο της το φά­σμα, θα σταθώ σε μερικές μόνο πτυχές καλλιτεχνικής σύλληψης – με αναλυτική διά­θεση που ίσως κάποιες στιγμές θα σας φανεί και σχολαστική.
Ο Ρίτσος ανήκει στους ποιητές που έχουν μεγάλο όραμα, καθολικό και δυνα­μικό. Όραμα κοινωνικής αλλαγής του κόσμου. Αυτό εμπνέει σταθερά όλη την ποιη­τική πορεία του, αλλά ταυτόχρονα εξελίσσεται και εμπλουτίζεται μέσα απ’ αυτή την πορεία. Όταν ξεκινούσα, ήμουν σίγουρος, ότι θ’ αλλάξω τη ροή της ζωής, – είχε πει σε έναν συμπατριώτη του Αρμένη πεζογράφο τον Ουίλιαμ Σαρογιάν. – Εκτιμώ πολύ την προσπάθεια του Τολστόι ν’ αλλάξει τον κόσμο. Αντί ν’ αλλάξει τον κόσμο, άλ­λαξε ο ίδιος ο Τολστόι. Μου αρέσει, όταν ο συγγραφέας αλλάζει κατ’ αυτόν τον τρό­πο. Όταν το διάβαζα, σκέφτηκα το Ρίτσο. Έχω την εντύπωση πως τον εκφράζει πολύ ουσιαστικά μια τέτοια προσέγγιση. Ίσως βρίσκει στο Ρίτσο μια πολύ χαρακτηριστι­κή περίπτωση δημιουργού που ξεκίνησε με την αγέρωχη νεανική πίστη πως είναι “ζευγάς της νέας σποράς” και πως στο όνομα του “ο αιώνας μας ακέριος θ’ αντηχάει”, και ο αιώνας πράγματι για πολλές δεκαετίες αντηχούσε στο έργο του με όλες τις διακυμάνσεις των ιστορικών του αλλαγών, των ιδεολογικών και ψυχολογικών του μεταπτώσεων.
Το καλλιτεχνικό κατόρθωμα του Ρίτσου είναι ο στοχαστικός έλεγχος που άφηνε να του ασκούν τα πράγματα, δοκιμάζοντας τις ιδέες του, τη σκέψη του, το λό­γο του. Αυτή η παρέμβαση διέσωζε τελικά τη βαθύτερη αλήθεια των ποιητικών του καταθέσεων από την υποταγή σε όποια σχήματα και δόγματα. Μερικές απ’ αυτές τις στιγμές θα σας πρότεινα να αναδείξουμε απόψε με την επιλεκτική βυθομέτρηση του ποιητικού κόσμου του Ρίτσου, θα προσεγγίσουμε τρία έργα του – τη Ρωμιοσύνη, του Φιλοκτήτη και το Τερατώδες αριστούργημα.Θα ξεκινήσουμε, βέβαια, από τη Ρωμιο­σύνη, που γράφτηκε ανάμεσα στο 1945-1947.


Τέτοια έργα κυοφορούνται σε μεγάλες ιστορικές στιγμές – μιας επανάστασης, ενός πολέμου. Είτε στη δίνη των γεγονότων, είτε – τις περισσότερες φορές – λίγο αρ­γότερα, όταν είναι ακόμα νωπές οι ζωντανές εικόνες και ο συναισθηματικός σάλος, αλλά δημιουργείται και μια μικρή έστω χρονική απόσταση, γίνεται επιτακτική η ανάγκη ενός απολογισμού, η ανάγκη να συνειδητοποιηθούν οι πρόσφατες κατακλυ­σμιαίες καταστάσεις, όπου την απειλή του θανάτου αντιμετώπιζε ένα ολόκληρο έθνος, κινδύνευαν οι θεμελιακές του αξίες.
Από μια τέτοια οπτική γωνία η ενόραση αποκτά επικό πλάτος, απλώνεται στο εθνικό παρελθόν, ζυγίζει τις σταθερές της εθνικής ιδιοσυγκρασίας, χαρακτήρα, πα­ραδόσεων, πολιτισμικών θεσμών. Αναλογίζεται τα διδάγματα της πρόσφατης δοκι­μασίας και ανιχνεύει τη μελλοντική πορεία. Μέσα σε όλα αυτά κυριαρχεί η προσή­λωση στη λαϊκή κοσμοαντίληψη, την οποία ο ποιητής μελετά, αλλά και τη συμμερί­ζεται, τη ζει. Έτσι γεννιούνται έργα με φιλόδοξους τίτλους που ταιριάζουν σε μια εποποιία – όπως Το Γενικό Ασμα του Νερούντα ή η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου.
Θα σταθούμε σήμερα ενδεικτικά στο πρώτο αυτοτελές κεφάλαιο της Ρωμιο­σύνης. Εκεί είναι δοσμένος ο μύθος, το μήνυμα του ποιήματος και όλα τα μοτίβα του. Τα άλλα κεφάλαια ξετυλίγουν τα μοτίβα, δίνουν στο μύθο σάρκα και οστά, το δένουν με τα καθέκαστα του εθνικού βίου.
Το πρώτο τετράστιχο, όπως και το πρώτο κεφάλαιο για όλο το έργο, δεν είναι απλώς μια δυναμική εισαγωγή στο θέμα, είναι η ίδια η καρδιά του, η κεντρική του ιδέα και σ’ αυτό το συμπέρασμά του:
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Η έμμονη αναφορική επανάληψη καταλήγει στη λέξη που τοποθετείται ως κε­ντρική και παραμένει απαράλλαχτη: δε βολεύονται, τονίζοντας το κύριο νόημα -τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του υποκειμένου της κάθε φράσης. Τα υποκείμενα – έμ­ψυχα και άψυχα, που εμψυχώνονται όμως στα συμφραζόμενα του τετράστιχου με την ταυτόσημη στάση τους – δημιουργούν μια στενή ενότητα και σύμπνοια φύσης και ανθρώπων, μοτίβο από τα πλέον δραστικά όλου του ποιήματος. Η μόνιμη και τόσο χτυπητή στη ρυθμική πορεία του στίχου αρχική αντωνυμία (τα εναλλασσόμενα αυτά και αυτές) υπογραμμίζει το στοιχείο του χώρου – παρόντος, οικείου, κοινού σε όλους.
Το δεύτερο μέρος του κάθε στίχου διευκρινίζει το ρήμα και προσδιορίζει τη στάση των υποκειμένων. Κι εδώ πάλι έχουμε κάποιες γραμμές παράλληλες. Στους πρώτους δύο στίχους το ρήμα δε βολεύονται στρέφεται ενάντια στα σύμβολα της κα­ταπίεσης – με λιγότερο ουρανό, κάτου απ’ τα ξένα βήματα, στο τρίτο και το τέταρτο η άρνηση αναιρείται, δίνει τόπο στη θέση, η οποία προβάλλεται με τονισμένη απόλυ­τη κατηγορηματικότητα …παρά μόνο στον ήλιο, …παρά μόνο στο δίκιο.
Τα εκ των ων ουκ άνευ – ο ήλιος και το δίκιο – ουσιαστικά ταυτίζονται, και με τέτοια ιδεολογική φόρτιση, ως σύμβολο της δικαιοσύνης, ο ήλιος ξαναεμφανίζεται σε λίγο (στο πρώτο στίχο της τέταρτης στροφής) για να στηριχτεί σε ένα άλλο σύμβο­λο με κοινωνικές προεκτάσεις – το σφίξιμο του χεριού:
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο.
Οι άνθρωποι και ο ήλιος (το δίκιο) δένονται με σχέση μιας ανώτερης αμοιβαίας αναγκαιότητας.
Τέτοιες συνεχείς και πολλαπλές ανταποκρίσεις λειτουργούν σαν αρμοί όλου του πρώτου κεφαλαίου και σηματοδοτούν το μήνυμα του. Λ.χ. το ρήμα σφίγγω στη συμβολική ενότητα: όταν σφίγγουν το χέρι της τέταρτης στροφής εύκολα συσχετίζε­ται με την προηγούμενη τριπλή αναφορική παρουσία του στη δεύτερη στροφή, όπου το τοπίο
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια.
Έχουμε εδώ άλλο ένα δείγμα σύμπνοιας φύσης – ανθρώπων, αλλά μέσα από την κοινή τους στάση διακρίνουμε και μια κλιμάκωση, την κίνηση από τη στέρηση προς το ξεπέρασμα της. Το τοπίο που σφίγγει τα δόντια είναι ένα προμήνυμα των ανθρώπων που σφίγγουν το χέρι.
Με τη δεύτερη στροφή έχουμε ένα πέρασμα προς καθολικότερες μορφές. Από τα δέντρα και τις πέτρες – στο τοπίο, το πρόσωπο του τόπου, από τα πρόσωπα και τις καρδιές – στο όλοι που απερίφραστα πια δηλώνει την κεντρική παρουσία στο προσκήνιο του ποιήματος του εθνικού συνόλου. Και πιο συγκεκριμένα – του λαού, αδιάρρηκτα δεμένου με τον τόπο του, τα βάσανα του και τη δύναμη του, που δένει ακριβώς μέσα από τα βάσανα. Υπάρχει κι εδώ μια εσωτερική κίνηση στη σειρά των διαπιστώσεων. Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό… Δεν υπάρχει νερό… Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’ την πίκρα τους. Στο φό­ντο στέρησης πολλών χρόνων η τελευταία υπαινικτική μνεία λειτουργεί σαν προϋ­πόθεση και σαν προοίμιο της λύτρωσης. Οι τρεις επόμενοι στίχοι σημαίνουν την εγρήγορση (την αγρύπνια), και για σύμβολο της αποφασιστικότητας επιστρατεύεται πάλι η χαρακτηριστική εικόνα του εθνικού τοπίου:
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Αξίζει να προσέξουμε πως από τη δεύτερη κιόλας στροφή η παρουσία του συλλογικού ήρωα – όλοι – διαγράφεται με υπερφυσικά στην έκταση και την καθολι­κότητα τους στοιχεία. Είναι τα πρώτα δείγματα υπερβολής από την τυπολογία της λαϊκής δημιουργίας, από τα θρυλικά έπη. Στα μάτια μας αρχίζει να χτίζεται ένας καινούργιος μύθος.
Η τρίτη στροφή διαπιστώνει την τετελεσμένη προέκταση της αποφασιστικό­τητας στην πράξη, διαδικασία απόλυτα φυσική και αυτονόητη. Οι πρώτοι τρεις στί­χοι δε χωρίζουν με στίξη, δίνονται με μια πνοή, δένονται πάρα πολύ σφιχτά, καθώς η τελευταία λέξη του πρώτου στίχου επαναλαμβάνεται, ανοίγοντας το δεύτερο στί­χο, και η τελευταία λέξη του δεύτερου επίσης επαναλαμβάνεται, ανοίγοντας τον τρίτο. Η στενή επαφή ανάμεσα στο χέρι και το ντουφέκι, σύμβολο του αγώνα, στον πρώ­το στίχο σημειώνεται σαν αποτέλεσμα μιας απλής ανθρώπινης κίνησης:
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
στο δεύτερο όμως στίχο, που μοιάζει να είναι επιβεβαίωση του πρώτου, οι ίδιοι συ­ντελεστές, τοποθετημένοι χιασμικά, συνδέονται με μια ποιητική μεταφορά (ένα άλ­λο υπερφυσικό λιθαράκι στο μύθο που προχωρεί), που προσδίδει στην ένωση τους ένα βαθύτερο νόημα – μιας νομοτελειακής αναγκαιότητας:
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
ενώ στον τρίτο στίχο, όπου επαναλαμβάνεται και το χιασμικό σχήμα και η ίδια ποιητική μεταφορά, παρουσιάζεται ο τρίτος συντελεστής – η ψυχή, και το ντουφέκι τε­λικά σαν να φυτρώνει από κει, από το δικό της θυμό και καημό:
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
Ο τέταρτος και ο πέμπτος στίχοι της στροφής, δομημένοι και πάλι χιασμικά, παρουσιάζουν δύο επίπεδα της ψυχικής κατάστασης των ηρώων – το εξωτερικό (στα χείλια τους απάνου) και το εσωτερικό (βαθιά-βαθιά στα μάτια τους). Το εξωτερικό, ο θυμός, συντονίζεται πιο άμεσα με την πράξη, ως αντίδραση, ως διαμαρτυρία, ενώ το εσωτερικό, ο καημός, επικοινωνεί με το όραμα που τους καθοδηγεί σαν άστρο. Έτσι στην κατακλείδα της τρίτης στροφής, όπως και στη δεύτερη, έχουμε ακόμα μια παρομοίωση, και η εικόνα που ανακαλεί ο ποιητή^ είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο του εθνικού τοπίου.
Το μυθικό πορτρέτο των ηρώων ολοκληρώνεται στην τέταρτη στροφή που κτίζεται στον άξονα του αναφορικού όταν. Και η δομική επανάληψη στο πρώτο μέ­ρος του κάθε στίχου και οι εμπνευσμένες μεταφορές-υπερβολές στο δεύτερο μέρος σταθεροποιούν πια την εντύπωση του επικού ύφους που δημιουργούν με παρόμοια στοιχεία οι τρεις προηγούμενες στροφές. Το επικό αποκορύφωμα της στροφής, αλ­λά και γενικότερα – όλου του έργου, αποτελεί ο τελευταίος, τέταρτος στίχος με τη θανατηφόρα σύγκρουση που δικαιώνει την επική πνοή, καθώς και την επική ιδέα πως ο λαός δεν πεθαίνει.
‘Οταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μεσ’ απ’ τ’ άγρια γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
Είναι φανερό πως ο αγώνας αφορά κάποιες ζωτικής σημασίας διεκδικήσεις, γίνεται θέμα ύπαρξης. Το ρήμα σκοτώνονται βλέπουμε να κλείνει μια κάθετη στήλη με άλλα ρήματα που σηματοδοτούν τις καθημερινές εκδηλώσεις του ανθρώπινου βί­ου (σφίγγουν το χέρι, χαμογελάνε, κοιμούνται), ενώ η διπλανή κάθετη μεταφορική στήλη δηλώνει και πάλι τη συμπαράσταση της φύσης, τονίζει την ηθική ακεραιότητα και την αγνότητα των ηρώων και σαν να αγιάζει τον αγώνα τους. Στους πρώτους δύο στίχους οι σχέσεις του πρώτου και του δεύτερου σκέλους είναι απόλυτα αρμονικές, στο τελευταίο όμως η ισορροπία αυτή μοιάζει να διαταράσσεται. Το τραγικό μήνυμα του πρώτου σκέλους μπορεί να φανεί πως βρίσκεται σε διάσταση με την αισιόδοξη έκβαση του δεύτερου σκέλους. Στην πραγματικότητα όμως εκφράζει την πεποίθηση του ποιητή για την προοδευτική – παρ’ όλες τις απώλειες – κίνηση της ζωής.
Οι υπόλοιπες τέσσερις στροφές του πρώτου κεφαλαίου σαν να αποκρυπτο­γραφούν και να εικονογραφούν την αφοριστική κατακλείδα της τέταρτης στροφής. Εχουμε κι εδώ κάποιες πολύ χαρακτηριστικές επικές επαναλήψεις – στους πρώτους δύο στίχους της πέμπτης και της όγδοης στροφής, που επιβάλλουν την αίσθηση μιας ιδιαίτερης εσωτερικής ενότητας. Εισάγονται με την χρονική αναφορά Τόσα χρόνια που εντείνει συναισθηματικά την ανάλογη αναφορά της δεύτερης στροφής – χρόνια τώρα, πρωτοδηλώνοντας έμμεσα την προσωπική συγκίνηση του ποιητή που για την ώρα κρατά απαραβίαστο τον αντικειμενικό τόνο ενός επικού αφηγητή.
Οι ίδιες οι λέξεις είναι παρμένες από το καθημερινό λεξιλόγιο και δεν προΰποθέτουν εξαιρετικές διαστάσεις. Τις αποκτούν όμως από τα ποιητικά συμφραζόμε­να, οπότε τα χρόνια γίνονται αιώνες, απλώνονται σε όλη τη διάρκεια της εθνικής «ποριάς. Το μοτίβο της στέρησης, δοσμένο προηγουμένως με το συνδυασμό όλοι δι­ψάνε, συμπληρώνεται τώρα με την προσθήκη όλοι πεινάνε, ενώ ο τρίτος συνδυασμός όλοι σκοτώνονται καβαλικεύει το μοτίβο του αγώνα και της θυσίας, και όταν στην τελευταία, όγδοη, στροφή δίπλα εμφανίζεται το υπερφυσικό: και κανένας δεν πέθα­νε, έχουμε μπροστά μας έναν ολοκληρωμένο πια μύθο που στηρίζεται στην εθνική ιστορία και την εθνική πολιτισμική παράδοση – λ.χ. οι πολιορκημένοι του Ρίτσου εί­ναι και οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Σολωμού, ο συνειρμός είναι τόσο έκδηλος.
Και αυτό και πολλά άλλα στιγμιότυπα του εθνικού παρελθόντος επιστρατεύ­ονται, σμίγουν το ένα με το άλλο, υποδηλώνοντας, σύμφωνα με την αντίληψη του ποιητή, το νόημα της ιστορικής κίνησης. Ο ιστορικός χρόνος εισχωρεί στον τρέχο­ντα, συγχωνεύεται μ’ αυτόν για να τονίσει το στοιχείο της εθνικής μοίρας, του εθνι­κού πεπρωμένου.
Τα υπόλοιπα έξι κεφάλαια προσγειώνουν το μήνυμα του πρώτου, το δένουν πιο άμεσα με το πρόσφατο παρελθόν (της κατοχής και της Αντίστασης) και με το με­ταπολεμικό παρόν. Αλλά και πάλι δεν υπάρχει προσήλωση στα γεγονότα, δεν υπάρ­χει χρονικό. Εκεί θα στραφεί ο Ρίτσος στις Γειτονιές του Κόσμου με πολύ συγκεκρι­μένο πια σκοπό – την αναπαράσταση και την ηθική αποκατάσταση της Αντίστασης. Ενώ στη Ρωμιοσύνη τον απασχολεί η διαχρονική πλευρά, τα σημεία όπου η πρόσφα­τη πείρα και τα πρόσφατα διδάγματα δένουν με την καρδιά της Ρωμιοσύνης και την εκφράζουν. Πρόκειται για το πάθος της ελευθερίας που ζει στη μνήμη της γης και των ανθρώπων και προσδιορίζει νομοτελειακά την εθνική πορεία. Και, παρ’ όλο που το εθνικό στίγμα είναι πολύ ισχυρό, το μήνυμα κερδίζει ασφαλώς πολύ μεγαλύ­τερη, πανανθρώπινη εμβέλεια.
Ας προσέξουμε ένα ακόμα στοιχείο. Αρχίζοντας από το δεύτερο κεφάλαιο, ο ποιητικός λόγος γίνεται πιο προσωπικός, εισχωρούν κάποια επιφωνήματα.
Α, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια…
εκκλήσεις σε δεύτερο πρόσωπο:
Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες…
στη θέση του όλοι έρχεται το εμείς
Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας – δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.
Η συμμετοχή, η ένταξη του ποιητή δηλώνεται ρητά, όπως επίσης η επιθυμία μιας άμεσης και δραστικής επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Η προσπάθεια θεώρη­σης πάνω από τα γεγονότα συμπληρώνεται με τη βίωση τους από τα μέσα. Και η δι­πλή αυτή ενόραση θα είναι μια από τις σταθερές συνισταμένες του ποιητικού κόσμου του Ρίτσου. Μόνιμα θα είναι και κάποια μοτίβα που τονίζονται εδώ με έμφαση. Λ.χ. η μνήμη των νεκρών που θα παραμένει ζωντανή και θα λειτουργεί σαν ένα ακοίμητο χρέος γι’ αυτούς που επέζησαν, κριτήριο στην εκτίμηση των καθημερινών τους επι­λογών στους ειρηνικούς πια καιρούς.
Θα πιαστώ απ’ αυτόν τον τελευταίο κρίκο για να κάνω ένα άλμα προς το τέ­λος πάλι της επόμενης πια ιστορικής φάσης. Μεσολαβεί η δραματική ποίηση, που γράφεται στα στρατόπεδα του εμφυλίου πολέμου, κι αυτή που ακολουθεί – ίσως ακόμα περισσότερο δραματική. Δεν λείπουν στο έργο του Ρίτσου προσπάθειες μιας δοξαστικής επιβολής του οράματος του. Αλλά σ’ εκείνον πάλι ανήκει το λαμπρό δο­κίμιο Περί Μαγιακόφσκι (1963), όπου, διαχωρίζοντας τις δύο εποχές, του Μαγιακόφσκι και τη δική του, μιλά για την ανάγκη ο ποιητικός λόγος να βρίσκεται σε κα­θαρή, γνήσια κι ακριβή αντιστοιχία με την εποχή και με το προσωπικό αίσθημα της ελευθερίας. Τονίζοντας πως στα μέτρα της εποχής μας, δεν εφαρμόζεται το μέγεθος της ενθουσιαστικής του πίστης, ο μελλοντισμός του, ο βροντερός του λόγος, υπερα­σπίζει δυναμικά την ελληνική ποίηση (έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’50), στην οποία βλέπει την πιο ευγενική και την πιο διαυγή εικόνα της αγωνίας και του αγώνα του ανθρώπου για μεγαλύτερη ανθρωπιά και ουσιαστι­κότερη ελευθερία.
Σε νέα ιστορικά δεδομένα επιχειρείται μια νέα προσπάθεια εθνικής αυτογνω­σίας, και η ποίηση, μέσα από τις καταγραφές της, λειτουργεί σαν εργαλείο έρευνας, σαν ένας τρόπος να διατυπώνεται η σκέψη που βρίσκεται σε διαρκή εντατική αναζή τηοη. Στην ανάγκη για βυθομέτρηοη κάθε μορίου από τα εξεταζόμενα φαινόμενα ο Ρίτσος ανταποκρίνεται εξαπολύοντας στρατιά αμέτρητη μικρών ανιχνευτών εδά φους – τις μικρές του μορφές που προλαβαίνουν να φιξάρουν τις αποχρώσεις μόλις σχηματιζόμενων ακόμα καταστάσεων, τις βαρυσήμαντες λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Πέρα όμως απ’ αυτό το πνεύμα της εξαρθρωτικής κάποτε ανάλυσης εξα­κολουθεί να εκδηλώνεται η διάθεση για μια επανασύνθεση, για σύλληψη συνόλου με καθολικότερους οντολογικούς και ιδεολογικούς προβληματισμούς της εποχής. Έτσι πραγματοποιείται ένα από τα νέα καλλιτεχνικά ανοίγματα του Ρίτσου – προς τη μυθοποίηση της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Από το πεδίο αυτό θα ξεχωρί­σουμε το Φιλοκτήτη (1965), τον οποίο θα δούμε από μια περιορισμένη οπτική γωνία -της περιπέτειας ενός οράματος. Για περισσότερα θα μπορούσα να συστήσω τα πο­λύ αξιόλογα δοκίμια του Πήτερ Μπήαν “Αντίθεση και σύνθεση” στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.
Η αναδρομή στις πηγές του οράματος, η επανεξέταση της πορείας που διανύ­θηκε, η ανάλυση των ιδεών, των πράξεων, των λαθών που πραγματοποιούσε εκείνα τα χρόνια η στρατευμένη κυρίως ελληνική ποίηση, έθετε σε δοκιμασία όχι μόνο το όραμα της αλλά και την ετοιμότητα και ικανότητα της για κατάθεση της αλήθειας και για πλήρη καλλιτεχνική ειλικρίνεια. Πιστεύω πως η ιστορία θα αξιολογήσει πολύ υψηλά την πνευματική και την ανθρώπινη ευαισθησία πολλών Ελλήνων ποιητών, τη στάση τους τότε – με υπογραμμισμένο ηθικό σθένος. Η συμβολή του Ρίτσου στην διε­ρεύνηση αυτού του συνειδησιακού χώρου υπήρξε ώριμη, θαρραλέα, χωρίς διασταγμό, χωρίς ο ποιητής να πνίξει στο λαρύγγι του και τις πιο τραγικές νότες, αλλά και χωρίς να χάνει τη γενική εποπτεία των συμβάντων.
Μια αναδρομή λοιπόν παρακολουθεί ο αναγνώστης του Φιλοκτήτη του Ρί­τσου μέσα από το μονόλογο του Νεοπτόλεμου. Μαζί του αναρωτιέται για την αξία των μεγάλων προτύπων του μεγάλου πολέμου:
η κερδίσατε άλλωστε; τι κερδίσαμε;
Μελετά τις αθεράπευτες πληγές-όχι μόνο ορατές, σωματικές (η φρίκη του πολέμου μας δίνεται με εικόνες νατουραλιστικής ωμότητας), αλλά και αθώρητες, ψυχικές, αυτές που χώριζαν συντρόφους, φίλους, συμπολεμιστές: το κομμάτιασμα μιας με­γάλης ιδέας, ενός κοινού σκοπού, δυστυχία και η μικροπρέπεια…. Καθώς αναπτύσ­σεται αυτό το θέμα, γίνεται όλο και πιο φανερό, ότι και η πληγή του Φιλοκτήτη είναι επίσης κυρίως ψυχική και ο Νεοπτόλεμος μαντεύει πως η απομόνωση του είναι προ­πάντων αποτέλεσμα της δικής του θέλησης -
θ’ αφέθηκες να σε δαγκώσει το φίδι του βωμού
προκειμένου να κερδίσει τη γνώση. Αυτή ακριβώς η γνώση είναι τελικά η κληρονο­μιά του Φιλοκτήτη και το τέλειο όπλο του. Αυτό νικάει μονάχα. Αυτό, του λέει ο Νε­οπτόλεμος,
μας χρειάζεται
περισσότερο ακόμη κι απ’ τα όπλα σου. Και το γνωρίζεις.
Έτσι, διαλεκτικά, κινείται η φιλοσοφική σκέψη του Ρίτσου: η θετική απόφα­ση που παίρνει ο Φιλοκτήτης, η κατάφαση στη ζωή, στη δράση, δεν είναι απλώς επι­στροφή, είναι εμπλουτισμός με την τόσο ακριβά κερδισμένη ιστορική πείρα, τελειο­ποίηση, πρόοδος. Γι’ αυτό δεν του χρειάζεται τελικά το προσωπείο της δράσης που του προτείνει ο Νεοπτόλεμος· το ακούμπησε χάμω. Δεν το φόρεσε. Το πρόσωπο του λίγο – λίγο μεταμορφώνεται. Γίνεται πιο νέο, πιο θετικό, πιο παρόν.
θα κλείσω με ένα άλλο σημαντικό στοιχείο από το σύντομο πεζό επιλογικό κείμενο (ένα είδος σκηνικής οδηγίας) που μας δίνει το ερμηνευτικό κλειδί, ώστε να κατανοήσουμε, πώς οδηγείται στο συμπέρασμα του και ο Φιλοκτήτης, και ο Ρίτσος. Και ίσως πλατύτερα: τι διαμορφώνει ένα όραμα, τι -τελικά -το διασώζει; Κάτω, στ1 ακρογιάλι, ακούγεται το τραγούδι των ναυτών – ένα απροσποίητο, λαϊκό τραγούδι, περικλείοντας σκοινιά, κατάρτια, κωπηλάτες, άστρα, πίκρα πολλή και λεβεντιά και καρτερία – όλη τη σκοτεινή, σπιθόβολη θάλασσα, όλη την απεραντοσύνη, σε ανθρώ­πινα μέτρα. Ίσως να ‘ταν το ίδιο τραγούδι, που, από άλλο δρόμο, είχε γνωρίσει κι ο Ερημίτης. Κ’ ίσως γι’ αυτό να πήρε την απόφαση του.
Αυτό το επιλογικό σημείο του ποιήματος θα μπορούσαμε να το πάρουμε και ως επίλογο, ως ένα αφοριστικό καταστάλαγμα σ1 όλο τον κύκλο των αναζητήσεων του Ρίτσου της δεκαετίας του ’50 και του ’60 – λίγο πριν τη δικτατορία. Η προσφυγή στο μυθικό μοντέλο επιστρατεύει και πάλι όλη την εθνική, αρχίζοντας από την αρ­χαιότητα, πείρα, πού είναι, βέβαια, εν γένει πανανθρώπινη, για να αντιμετωπίσει κά­ποια ακρογωνιαία προβλήματα του ανθρώπινου βίου – τη σχέση του ατομικού και του συλλογικού, της ελευθερίας και του χρέους, του οράματος και της πραγματικότητας. Όσο για το όραμα, που είναι και το ιδιαίτερο θέμα μας, στο Φιλοκτήτη υπάρ­χει μια ακόμα αξιοπρόσεκτη για μας πτυχή, η οπτική γωνία του Νεοπτόλεμου, η δική του κρίση για τη γενιά του Φιλοκτήτη και το έργο της, οι ενστάσεις του, τα ζυγίσματα του και, τελικά, η επιλογή της συμμετοχής. Οι «πορικές εξελίξεις, τα γεγονότα της δικτατορίας επιβεβαίωσαν σε λίγο την επικαιρότητα και την εγκυρότητα αυτών των διαχρονικών τοποθετήσεων.
Το τρίτο – και τελευταίο – έργο του Ρίτσου, που θα μας απασχολήσει σήμερα, είναι το Τερατώδες Αριστούργημα που γράφεται πια στη μεταπολίτευση, κυκλοφο­ρεί το 1 977, και είναι πάλι ένας απολογισμός. Πρόκειται μάλλον για το πιο χαρακτη­ριστικό ελληνικό δείγμα ενός λογοτεχνικού είδους, όχι ιδιαίτερα διαδεδομένου, αλ­λά πολύ ενδεικτικού για τον 20ο αιώνα. Εννοώ το λυρικό έπος που σφραγίστηκε με τα ονόματα των Απολιναίρ, Σαντράρ, Μαγιακόφσκι, Αραγκόν, Νέζβαλ, Νερούντα. Το πανόραμα της εποχής, το γίγνεσθαι της ιστορίας φωτίζονται σ’ αυτά τα έργα μέσα από την ψυχογραφική κατάθεση του ποιητή, τη δική του εξομολόγηση που προωθεί­ται με συγκινησιακές δονήσεις, σαν ελεύθερη συνειρμική ροή, χωρίς οποιεσδήποτε δεσμεύσεις μιας θεματικής ή χρονικής ακολουθίας, χωρίς κάποια συγκεκριμμένη υπόθεση, κάποια πλοκή.
Το αντικειμενικό σαν να διαλύεται στο υποκειμενικό, κι όμως αυτή η ποιητι­κή της συνειδησιακής ροής αξιοποιείται για διερεύνηση των διασυνδέσεων του εσω­τερικού ανθρώπινου κόσμου με τον εξωτερικό, προσανατολίζεται σε έναν διάλογο με την ιστορία. Το κεντρικό πρόσωπο, ο ποιητής, εκδηλώνεται όχι μόνο σαν παρα­τηρητής και κριτής, αλλά και σαν συντελεστής της, μέτοχος της ιστορικής δημιουρ­γίας. Νιώθει να είναι ένας από τους πολλούς, και η αναθεώρηση της πορείας του, ο έλεγχος των κινητήριων πεποιθήσεων και της εφαρμογής τους μέσα από εναλασσόμενα χρονικά επίπεδα του παρελθόντος και του παρόντος, αποκτούν μια πλατύτερη εμβέλεια.
Στο Τερατώδες Αριστούργημα ένας προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να ανα­ζητήσει πολλά απ’ όσα θα επιθυμούσε για μια βαθύτερη γνωριμία με έναν ποιητή -τους σταθμούς της ζωής του, τη στάση ζωής, τη δημιουργική πορεία, το καλλιτεχνικό πιστεύω, τα μυστικά της τέχνης του κ.λπ. Πάμπολλες είναι οι νοσταλγικές αναφορές του στα παιδικά χρόνια, στη Μονεμβασιά, στο φυσικό χώρο που διαμόρφωσε την ποιητική του όραση, στο πολιτισμικό περιβάλλον που δημιουργούσε την χειροπια­στή αίσθηση ζωντανής ιστορικής συνέχειας από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο μέχρι σήμερα. Ατελείωτες σειρές από λεπτομέρειες ανακαλούνται εδώ με την τεχνική των καταλόγων που μας είναι γνωστή από τον Ουΐτμαν και τον Απολιναίρ. Μια άλ­λη σειρά αναφέρεται στο οικογενειακό δράμα: οικονομική κατάρρευση του αρχοντι­κού σπιτιού, πρόωρη σκιά του θανάτου, εφιάλτης μιας τρομερής αρρώστιας – της φυματίωσης, μάστιγας εκείνης της εποχής. Δημιουργείται ένας άλλος κατάλογος από τα χτυπήματα της μοίρας που συνοψίζεται σ’ αυτούς τους δύο στίχους:
μετά είταν οι νεκροθάλαμοι τα νεκροτομεία τα σκαλιά των ψυχιατρείων
τα ματωμένα ρούχα ατή γωνιά του μαρμάρινου πατώματος…
Αρρώστεια του ίδιου του ποιητή, αιμοπτύσεις, σανατόριο Σωτηρία. Εκεί θα πραγματοποιηθεί η κοινωνική του στράτευση και η προσέγγιση του σε μια ποίηση που
από τότε ετοιμαζόταν μεγαλοπρεπής σχεδόν
με ρούχα εργατικά τραγιάσκα προκηρύξεις προαστίων
με τα πριονιστήρια με τις απεργίες των οικοδόμων με τις ομιλίες των τσαγκαράδων
με τις αξίνες και τα δρεπάνια του Κιλελέρ δίπλα στις πικροδάφνες…
Σαν απόσταγμα απολογισμού γι αυτήν την φάση της ζωής του θα διαβάσουμε και πάλι ένα αφοριστικό δίστιχο:
… παρ’όλες τις μελαγχολικές αναμνήσεις…
χαιρόμουν να ζω στην ωραία εποχή των μεγάλων κοινωνικών
ανακατατάξεων και στο Φως που Καίει του Βάρναλη…
Εναντίωση στην προσωπική μοίρα εντάσσεται σε ένα πλατύτερο πλαίσιο -εναντίωσης σε οποιαδήποτε αδικία, δραστήριας συμμετοχής στα κοινά. Έτσι χαρά­ζεται ο δρόμος που, όπως είναι γνωστό, θα περάσει από την Αντίσταση, τη Μακρό­νησο, τη Γυάρο  και τη Λέρο. Είναι φανερό όμως, ότι εδώ δεν υπάρχει διάθεση για αναπαράσταση ηρωικών στιγμών, θυσιών και μαρτυριών, οι σχετικές μνείες είναι φευγαλέες και συνήθως έμμεσες. Υπάρχει μάλιστα και μια τεκμηρίωση των αποσιωπήσεων:
εγώ είπα να φυλαχτώ απ’ αυτόν το διφορούμενο ενθουσιασμό
να αποφύγω τη συνθηματολογία και την πολυτεχνοκαπηλεία
να μη μοιάζω καθόλου αντιστασιακός
να μη βγάλω άχνα…
Εκείνο που τονίζεται περισσότερο είναι το σθένος στις δοκιμασίες ακριβώς των ειρηνικών καιρών, όταν
κι άλλοι είταν κουρασμένοι και δύσθυμοι
κι άλλοι πηδούσαν σαν κουτσά σπουργίτια τις λακκούβες το νερό
στο λασπωμένο προάστιο
κι άλλοι είχαν αποκτήσει μερσεντές και διπλό ρετιρέ και κοίταζαν
αφ’ υψηλού τα λεωφορεία και τους πεζούς και τις τρύπιες
σημαίες…
Σαν στήριγμα και φάρος λειτουργεί η μνήμη των νεκρών συναγωνιστών – από τα πλέον μόνιμα μοτίβα στην ποίηση και του Ρίτσου, και τόσων άλλων ποιητών της μεταπολεμικής περιόδου. Ένα αλάνθαστο, αδιάψευστο, ιερό σημείο αναφοράς για όλους:
κι έπρεπε βέβαια μες στην ερευνά μας να περιληφθούν κι οι νεκροί μας
ν’ ακουστεί και η αδέκαστη γνώμη τους
γιατί αυτοί ακριβώς μας θύμιζαν βαθύτερα τα γεγονότα και το χρέος μας
γιατί αυτοί ακριβώς όντας νεκροί
είταν οι μόνοι ανιδιοτελείς οι μόνοι αμνησίκακοι
δε διεκδικούσαν αξιώματα τίτλους διαμερίσματα παράσημα
ούτε καν ένα μνημείο από πλιθιά και μια γλάστρα γεράνια…
Όπως διαπιστώνουμε, και στο Τερατώδες Αριστούργημα δεν υπάρχει ένα ιστορικό χρονικό, υπάρχει όμως η έντονη βίωση της ιστορίας, οπότε η προσωπική εξομολόγηση, διατηρώντας το υποκειμενικό της στοιχείο, το ατομικό της χρώμα και φωνή, γίνεται ενδεικτική γενικότερων καταστάσεων, μιας εθνικής πορείας. Αλλω­στε στο μονόλογο που κρατά ο ποιητής, μαζί του πάντα εμφανίζεται πολύς άλλος κόσμος – συγγενείς, φίλοι, ομότεχνοι, συναγωνιστές και αντίπαλοι, ένα ζωντανό πολυπρόσωπο ανθρώπινο πλήθος που μέσα από την πολυφωνία του προσφέρει στο ποίημα τη δική του απαραβίαστη αλήθεια. Είναι κι αυτό ένα ιδιόμορφο Γενικό Ασμα που έχει πολλά στοιχεία συγγένειας με το γνωστό ποίημα του Νερούντα. Και τα δύο έργα εκφράζουν τη μοίρα των δημιουργών τους, αλλά και των χωρών τους και, ευ­ρύτερα, – την εποχή τους, πέρα από τα εθνικά σύνορα, σε παγκόσμια κλίμακα. Το ατομικό και το καθολικό είναι δύο απαραίτητοι πόλοι στο λυρικό τους έπος:… με­τρούσα μόνο το αμέτρητο και το πολύ πολύ ως το δέκα,, λέει ο Ρίτσος.
Η συνειρμική γραφή διευκολύνει την απρόσκοπτη μετακίνηση στα γεωγραφι­κά πλάτη. Οι μεταφορές με τις τολμηρές υπερβολές τους που θυμίζουν το Μαγιακόφσκι, φέρνουν πολύ κοντά τα πιο απόμακρα φαινόμενα, προσέξτε όμως, πώς δέ­νονται αυτά με πολύ κρίσιμες εθνικές εμπειρίες και οράματα:
έβαλα τον Πύργο τον Άιφελ στην τσέπη μου
έβαλα το άγαλμα της Ελευθερίας στο καπέλο μου
έβαλα τον Ηνίοχο στα ζερβά μου κι ανηφορίσαμε στο Στάδιο
τι το ‘κανες είπα στον Ηνίοχο τ’ άλλο σον σιδερένιο χαλινάρι,
τό’φαγα μού ‘πε στην κατοχή
τι το ‘κανες τον ‘πα  τ’ άλογο σου
το ψήσαμε στη σούβλα με το Δημοκρατικό Στρατό στον Εμφύλιο
και τ’ άλλα δώδεκα άλογα τον Απόλλωνα – τού ‘πα
είναι αυτά πού ‘δωσες στους παραλυτικούς που γιατρεύτηκαν και στους τυφλούς που αναβλέψανε.
Και κάτι επίσης πολύ σημαντικό (και, όπως είδαμε, μόνιμο): τα γεγονότα της νεότερης ιστορίας, κάποιες επιλογές σε ώρα θανάσιμων κινδύνων τοποθετούνται στην ίδια ευθεία με τις μακραίωνες παραδόσεις του τόπου:
κι ο Μιχάλης είπε η ακραία συνείδηση τον ανθρώπου αποκαλύπτεται ανάμεσα στο μέγα φόβο και στο μέγα χρέος και τότε προσέξαμε εκείνο το μοναχικό λησμονημένο δόρυ ελληνικό με τη στίλβουσα αιχμή του…
Στην ίδια ευθεία, ζωντανοί παρόντες στον κόσμο του Τερατώδους Αριστουρ­γήματος βρίσκονται ο Γέρος του Μοριά, ο Μακρυγιάννης, η Μπουμπουλίνα, ο Πα­παφλέσσας, αλλά και ο μακρονησιώτης Τατάκης, ο Πέτρος και ο Αλέκος από τις Γει­τονιές του Κόσμου, ο Γάργαρος από το Κωδωνοστάσιο – ήρωες των ποιητικών συν­θέσεων του Ρίτσου που αναφέρονται στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τη δικτατο­ρία. Δίπλα τους, συμμέτοχοι στο δημιουργικό γίγνεσθαι του Ρίτσου, οι πνευματικοί του οδηγοί, οι καλλιτεχνικές του πηγές – πάλι χωρίς εθνικά σύνορα, σε μια παγκό­σμια σύμπνοια. Πρόκεται για ένα τεράστιο θησαυροφυλάκιο αξιών από την αρχαι­ότητα μέχρι των ημερών μας: η μυθολογία που τόσο γόνιμα έχει θρέψει μια από τις φλέβες της ποίησης του, ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευρυπίδης, ο Δι­γενής στα Μαρμαρένια Αλώνια, η κρητική αναγέννηση (Ο Ερωτόκριτος καβάλα στο Δεκαπεντασύλλαβο και η Ερωφίλη), η Μαρία η Πενταγιώτισσα , ο Σολωμός και ο Κάλβος, ο Ουΐτμαν και ο Παλαμάς – πρόδρομοι του στο λυρικό έπος, ο Καβάφης και ο Σικελιανός, ο Βάρναλης και ο Σεφέρης, η τριανδρία της ρωσικής πεζογραφίας – Ντοστογέφσκι, Τολστόι, Τσέχοφ, και τέλος, μια πλειάδα από συνοδοιπόρους ποι­ητές όλου του κόσμου – Μαγιακόφσκι, Μπλοκ, Αχμάτοβα, Αραγκόν, Χικμέτ, Νερούντα.
Με ιδιαίτερη οικειότητα και θέρμη μιλά ο Ρίτσος για τους ποιητές, οι οποίοι, όπως κι αυτός, ανήκουν στον παγκόσμιο χώρο της πολιτικής και της καλλιτεχνικής μαζί πρωτοπορίας του 20ου αιώνα. Από διάφορες χώρες με διαφορετικές λογοτε­χνικές παραδόσεις ήρθαν στον ίδιο δύσκολο δρόμο, όπου, όπως έλεγε ο Νερούντα, ο καλλιτέχνης μοιράζεται με τους ανθρώπους την ευθύνη. Στο δρόμο αυτό είναι ανα­πόφευκτες οι πλάνες, οι ήττες, οι υποχωρήσεις, η πίστη όμως στην πρόοδο και την ιστορία παραμένει ακλόνητη και μπορεί να βγει νικήτρια από οποιεσδήποτε δοκιμα­σίες, φθάνει να μην είναι επιφανειακή, αβασάνιστη, να στηρίζεται σε μια προσγειω­μένη και αμείλικτη ενόραση όλης της αλήθειας και τη γενναία αποφασιστικότητα να ειπωθεί αυτή η αλήθεια χωρίς υπεκφυγές, χωρίς ωραιοποίηση, χωρίς αναβολές της αλήθειας, ώστε να μην υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην πίστη και την αλήθεια. Σταράτα πράγματα σταράτα λόγια – επιμένει κι ο Ρίτσος, δίνοντας συνεχώς καινούργιο περιεχόμενο σε μια παλιά του αρχή να λέει τα πράγματα με το πραγμα­τικό τους όνομα.
Πώς μπορεί να ανταποκριθεί σ’ αυτά η ποίηση; Πρώτ’ απ’ όλα με την απόλυτη ελευθερία της στην αναζήτηση της αντιστοιχίας με την εποχή, μακριά από εξωτερι­κούς κανόνες και δεσμεύσεις. Οι λύσεις που προκύπτουν, έχουν την εσωτερική συγ­γένεια ενός βαθύτερου, όπως λέει ο Ρίτσος, ρεαλισμού, που δεν απορρίπτει και τις μεταφυσικές ανησυχίες, δεν παραλείπει τις αναπάντητες ερωτήσεις, αλλά και δεν ξε­χνά ποτέ τη διαλεκτική και είναι σε θέση να διακρίνει πως μέσα στην ακινησία ρέει η αέναη κίνηση.
Πάντα παρών ο ποιητής, έτοιμος να καταγράψει το σύνολο των ερεθισμών που εκπέμπει το Τερατώδες Αριστούργημα – η ζωή μας. Είναι μια διερεύνηση μέσα από την ποίηση που επιχειρούσε ο Ρίτσος με δύο στόχους – την πραγματικότητα και τον εαυτό του. Και τα δύο αντικείμενα αποδεικνύονταν ατελείωτα και συνεχώς εξε­λισσόμενα. Ένα ασταμάτητο γίγνεσθαι, για το οποίο τόσο προσφέρεται το λυρικό έπος.
Ο 20ος αιώνας βαδίζει πια προς το τέλος. Ένα μεγάλο μέρος του καλύπτεται με το έργο του Ρίτσου που βοηθούσε τους αναγνώστες του – όταν τους έβρισκε πρό­θυμους και αμερόληπτους – να αντιληφθούν καλύτερα αυτά που συνέβαιναν γύρω τους, αλλά και μέσα τους: τα βιώματα τους, τις αφετηρίες των αντιδράσεων τους. Ενσάρκωνε τη συνεχώς εμπλουτιζόμενη, όλο και πιο πολύπλοκη πείρα της ανθρω­πότητας και του ανθρώπου, και οι ποιητικές του μαρτυρίες παραμένουν μια πολύ­τιμη πηγή γνώσης που πρέπει να μελετήσουμε.

Το κείμενο αυτό είναι η ομιλία της συγγραφέως στο ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν στις 14/3/1991

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου