«Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη»

Π. Νερούντα

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)

Γιάννης Ρίτσος

Ritsos
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
Όσο περνάν τα χρόνια τόσο οι παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους· σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται.
(…)
Και το περίεργο είναι πως εξωτερικά, στη συμπεριφορά τους, οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο (ακόμη και στα κοστούμια τους και στη χτενισιά τους), σα να καταργηθήκανε οι διαφορές τους, κι όμως τώρα ακριβώς νιώθεις πως οι διαφορές τους αυξήθηκαν, κι όλοι τους χωρισμένοι με διαδοχικά κάθετα στρώματα τυπικότητας κι ευγενικής ψυχρότητας. Όπως άλλωστε και τα σπίτια. Οι όμορφες εκείνες μονοκατοικίες με τις γύψινες γιρλάντες, με τους καπνοδόχους, τ’ ανθέμια, τους κήπους, τα πηγάδια, καθεμιά τους με το δικό της γούστο, τη δική της φυσιογνωμία, απορία, ή και αδεξιότητα, δόθηκαν με αντιπαροχή κι υψώθηκαν τα πολυώροφα, μονότονα, απρόσωπα, τσιμεντένια κουτιά, κρύβοντας τον Παρθενώνα, τον Αϊ-Γιώργη του Λυκαβηττού, σφαγιάζοντας τα δεντράκια μας, πιπεριές, μουριές, γαζίες, τις παιδικές μας αναμνήσεις, τους χαρταϊτούς, τα σκοινιά της μπουγάδας, τ’ αστέρια, τις ξιπόλητες ποδοσφαιρικές ομάδες, τις βραδινές κουβεντούλες από παράθυρο σε παράθυρο, από αυλή σε αυλή με τις μυρωδιές του βασιλικού και του δυόσμου, με τον μητρικό νουθετικό ουρανό, με το φεγγαράκι μια φέτα δροσερό πεπόνι, – ω, πάνε, πάνε και τα πλανόδια επαγγέλματα, παγοπώλες, γιαουρτάδες, γαλατάδες, ομπρελάδες, γανωτζήδες, παπλωματάδες, τροχιστές, καρεκλάδες, ιχθυοπώλες, μανάβηδες με τα γαϊδουράκια τους ή τα χειραμάξια τους και μοσκοβόλαγαν οι γειτονιές ροδάκινα, ντομάτες, αχλάδια και τριαντάφυλλα κι οι κότες κακάριζαν θριαμβευτικά δοξάζοντας κάτι άγνωστο και οικείο, λευκό και σφαιρικό κι αδιαμφισβήτητο, κι ούτε χρειάζονταν καν ξυπνητήρια ή ρολόγια, γιατί, απ’ τη μια τ’ αστέρια, απ’ την άλλη τα κοκόρια είχαν αναλάβει τη χρονική και μετεωρολογική μας ενημέρωση, με ακρίβεια και με κάποια εύθυμη πονηρία, κάπως διφορούμενη. Κι οι άνθρωποι στριμωχτήκανε φαμίλιες και φαμίλιες μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν κεραίες τηλεοράσεων, και μονάχα οι ολόσωμοι καθρέφτες των ασανσέρ κάτι κρατούν από μνήμες ερωτικών δωματίων…
(…)
Κι όχι να πεις πως σήμερα δεν κουβεντιάζουν οι άνθρωποι – λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια – μα δε συνομιλούν, δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος, μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες, ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα) – άνθρωποι επαρκώς ενημερώμενοι, πολύ π α ρ ό ν τ ε ς (εδώ και σήμερα), κι εντελώς α π ό ν τ ε ς απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά, απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους… 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ “ΙΣΩΣ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΚΙ ΕΤΣΙ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε τη “Ρωμιοσύνη” την περίοδο 1945-1947, κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου πολέμου.

Ρωμιοσύνη (αποσπάσματα):
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’ την πίκρα τους.

(…)
Όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο,
όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γένεια τους,
όταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους,
όταν σκοτώνονται η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

(…)
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

(…)
Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια,
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ’ άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια,
κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα,
κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ’ τη φούστα της
και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην καρδιά τους
σαν τα χνάρια απ’ το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.

(…)
Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ’ τη Μεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό,
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος,
κάτου από τη μασκάλη του κρατάει σφιχτά τη ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.
“Ήρθε η ώρα”, λέει. “Νάσαστε έτοιμοι.
Κάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα”.

(…)
Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτου απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί – προσμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται, δεν πεθαίνουν,
προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Τούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας – δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.

(…)
Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρτούνα. Πούναι η βάρκα;
Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει.
Καμένο το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;

Στάχτη η ελιά, τ’ αμπέλι και το σπίτι.
Βραδιά σπαγγοραμένη με τ’ αστέρια της μες στο τσουράπι.

Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ’ άγγιξε η φωτιά.
Καπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι – και κοχλάζει
μόνο του το νερό στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν προφτάσανε να φάνε.

(…)
Θα βρει λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρει το δέντρο τον καρπό του.
Του σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.
Καλησπέρα, αδελφέ μου. Καλησπέρα.

(…)
(…) ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.
(…)
από τη “ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ” του ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

theodorakis_04

Αν δεν μπορέσω να το δεις κι εσύ, μοιάζει σα να μη το ‘χω
“ΜΟΝΟΧΟΡΔΑ”
  
Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.
“ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ”

Οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Υπάρχουν.
“ΧΑΡΤΙΝΑ”
.
Όποιος αγαπάει ένα πουλί, ένα άστρο, ένα παιδί, αυτός πάντα του βλέπει όμορφα όνειρα κι ο κόσμος γίνεται όμορφος ως πέρα απ’ τον ύπνο του, ως πίσω απ’ τα κλεισμένα μάτια του, ως μέσα στο πιο άγνωστο χαμόγελό του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΑΡΤΑΪΤΟΥΣ»
  
Αυτά που χάθηκαν   
αυτά που δεν ήρθαν
μην τα κλαις.          
Αυτά που τα ‘χες
και δεν τα ‘δωσες  
κλάφ’ τα.

“ΧΑΡΤΙΝΑ”

Ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου.
“Η ΕΛΕΝΗ”

Με παρελάσεις, με ηρώα, με στεφάνια – τι πένθος: να θυμόμαστε πάλι πόσο οι νεκροί είναι ξεχασμένοι.
“3×11 ΤΡΙΣΤΙΧΑ” 

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου ρωμιού και στου αγεριού το πόδι.

“ΕΔΩ ΤΟ ΦΩΣ – ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ (αντιγραφή από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ)

 

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:
http://spoudasterion.pblogs.gr/2009/08/504774.html


Πηγή:  http://logomnimon.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου