«Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη»

Π. Νερούντα

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Ρεαλισμός και ηθογραφία σε ένα εκπαιδευτικό ντοκυμαντέρ

Για να παρακολουθήσετε το ντοκυμαντέρ του Τάσου Ψαρρά: "Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης", από τη σειρά Εποχές και Συγγραφείς, πατήστε εδώ.

Οι ορισμοί του μυθιστορήματος

Για να μεταβείτε στο λεξικό λογοτεχνικών όρων του M.H. ABRAMAS, προκειμένου να δείτε τους ορισμούς του μυθιστορήματος, πατήστε εδώ.

Το κοινωνικό μυθιστόρημα

Καρβέλης Τάκης, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης: Από την ηθογραφία στο κοινωνικό μυθιστόρημα»

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1872 και πέθανε στις 2 Ιουλίου 1923 στην Κέρκυρα. Σπούδασε μαθηματικά, φυσική, φιλολογία και φιλοσοφία στην Αγγλία, Αυστρία, Ιταλία και Γερμανία, χωρίς να επιδιώξει ποτέ να πάρει δίπλωμα, γιατί εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν η πνευματική του καλλιέργεια. Ήξερε δέκα γλώσσες, πέντε ζωντανές (γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, αγγλικά, ισπανικά) και πέντε νεκρές (αρχαία ελληνικά, λατινικά, σανσκριτικά, εβραϊκά και παλαιοπερσικά). Αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη και τη συγγραφή και μας άφησε δεκαεφτά εν όλω σονέτα, πολλές μεταφράσεις αρχαίων και ξένων συγγραφέων κι ένα πλούσιο σε έκταση πεζογραφικό έργο, με το όποιο και θα ασχοληθούμε.

Η επίδραση του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία

Η εμφάνιση, η επίδραση, η διάρκεια και η εξέλιξη του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία δεν έχει γίνει αντικείμενο συστηματικής μελέτης ούτε από τους ιστορικούς ούτε από τους κριτικούς της λογοτεχνίας μας. Συνήθως οι αναφορές στο ρεύμα αυτό εξαντλούνται στην παραπομπή στη μετάφραση της Νανάς [του Zola] και στον ενθουσιώδη πρόλογο του Α(γησίλαου) Γ(ιαννόπουλου) Η(πειρώτη) στην αυτοτελή έκδοση του μυθιστορήματος το 1880, ο οποίος θεωρείται άλλωστε και το μανιφέστο του νατουραλισμού στη χώρα μας ή στην επισήμανση, μεταξύ άλλων, και νατουραλιστικών στοιχείων στο έργο ορισμένων πεζογράφων. Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια δυσεξήγητο, […] αν λάβουμε υπόψη ότι παραμένουν αδιευκρίνιστα και για τους Έλληνες μελετητές τα όρια ανάμεσα στον ρεαλισμό και στον νατουραλισμό, ότι, τρία μόλις χρόνια μετά την έγκαιρη και για τη χώρα μας εμφάνιση του νατουραλισμού, η ενδεχόμενη απήχησή του στα λογοτεχνικά πράγματα αναχαιτίστηκε, κατά κάποιο τρόπο, με τον διαγωνισμό διηγήματος της Εστίας το 1883, που προώθησε δυναμικά την καλλιέργεια της ειδυλλιακής ηθογραφίας, […] ότι η ηθογραφία «à la Εστία», ως πιστή αναπαράσταση και περιγραφή των (εκ προοιμίου, όμως, ευγενών) ηθών της ελληνικής υπαίθρου, συνδέθηκε εύκολα αλλά άτοπα με τον νατουραλισμό και, τέλος, ότι σύντομα νατουραλιστικές αρχές και τεχνικές αφομοιώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τους πεζογράφους μας σχεδόν συγχρόνως με τις αρχές, τις επιδιώξεις και τις τεχνικές του εν τω μεταξύ ανερχόμενου —αλλά σαφώς αντινατουραλιστικού— συμβολισμού.

Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού & Βίκυ Πάτσιου, «Εισαγωγή». Ο Νατουραλισμός στην Ελλάδα. Διαστάσεις – Μετασχηματισμοί – Όρια, Μεταίχμιο, Αθήνα 2007, 17-18.


Πηγή: http://www.greek-language.gr/

Ο Εμίλ Ζολά και η Νανά του


Ο Εμίλ Ζολά (1840-1902)
[πηγή: Βικιπαίδεια].
 

[…] ο Zola, ακολουθώντας σχεδόν βήμα προς βήμα τη μέθοδο της πειραματικής ιατρικής του Claude Bernard, διατυπώνει τη θεωρία του «πειραματικού μυθιστορήματος». Σύμφωνα με αυτήν, ο μυθιστοριογράφος είναι καμωμένος από έναν παρατηρητή και από έναν πειραματιστή. Ο παρατηρητής επιλέγει το θέμα του (π.χ. ο αλκοολισμός) και διατυπώνει μιαν υπόθεση (π.χ. ο αλκοολισμός οφείλεται στην κληρονομικότητα ή στην επίδραση του περιβάλλοντος). Ο πειραματιστής παρεμβαίνει με τρόπο άμεσο, για να τοποθετήσει τον ήρωά του σε συνθήκες τέτοιες που θα αποκαλύψουν τον μηχανισμό του πάθους του και θα επαληθεύσουν την αρχική υπόθεση. Στο φιλόδοξο πρόγραμμα των είκοσι μυθιστορημάτων με τον τίτλο Les Rougon-Macquart (1871-1893), όπου παρακολουθεί την πορεία και την εξέλιξη των μελών μιας οικογένειας της Δεύτερης Αυτοκρατορίας επί πέντε γενιές, ο Zola στοχεύει να αποδείξει τον καθοριστικό ρόλο που παίζει στη ζωή του ανθρώπου αφενός το περιβάλλον (φυσικό, κοινωνικό…) και αφετέρου ο παράγων της κληρονομικότητας. Τα μυθιστορήματά του αποτελούν τη λογοτεχνική πραγμάτωση της ντετερμινιστικής, και γι’ αυτό απαισιόδοξης κατά βάση, κοσμοαντίληψής του ότι ο άνθρωπος είναι έρμαιο και θύμα τυφλών κληρονομικών δυνάμεων ή/και της νομοτελειακής επίδρασης του περιβάλλοντος — και, τελικά, ανεύθυνος και αθώος για την ηθική ή άλλη εξαχρείωσή του.

Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού & Βίκυ Πάτσιου, «Εισαγωγή». Ο Νατουραλισμός στην Ελλάδα. Διαστάσεις – Μετασχηματισμοί – Όρια, Μεταίχμιο, Αθήνα 2007, 14-15.

Το εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης της «Νανάς» του Εμ. Ζολά
[πηγή: Βικιπαίδεια].
 
 Πηγή: http://www.greek-language.gr

Η επίδραση της θεωρίας του Δαρβίνου και ο νατουραλισμός

Η πρόοδος στις επιστήμες κατά τον δέκατο ένατο αιώνα ήταν […] πολυσχιδής […]. Αρκεί να πούμε ότι σε κάθε πεδίο —φυσική, χημεία, βιολογία, ιατρική— τα επιτεύγματα υπήρξαν θεμελιώδη και με ανεκτίμητες προεκτάσεις. Αν υποθέσουμε πως μπορεί να διακριθεί ένας τομέας, τότε αυτός είναι οι βιολογικές επιστήμες, τόσο για τις τρομακτικές ανακαλύψεις όσο και για την άμεση σχέση τους προς τη σκέψη και τη λογοτεχνία. […] Με την έκδοση, το 1859, του έργου του Darwin Προέλευση των ειδών μέσω φυσικής επιλογής (Origin of Species by means of Natural Selection), η θεωρία της εξέλιξης έγινε το πιο πολυσυζητημένο θέμα της εποχής. O Darwin υποστήριζε ότι ο άνθρωπος προέρχεται από τα χαμηλότερα ζώα κι ότι ανάμεσα στα ζώα υπάρχει ένας συνεχής αγώνας για την ύπαρξη, που καταλήγει στην επιβίωση του ικανότερου σύμφωνα με μια διαδικασία φυσικής επιλογής. […] το έργο υπήρξε επίκεντρο θυελλώδους διαμάχης […]. Η επίδραση του βιβλίου αυτού απλώθηκε γρήγορα σε όλο και ευρύτερους κύκλους, και δεν είναι υπερβολή να το αποκαλέσουμε το κρίσιμο ορόσημο της επιστήμης και της σκέψης του δέκατου ένατου αιώνα. Είτε το ήθελαν είτε όχι, οι άνθρωποι εξωθήθηκαν στην πιο ριζοσπαστική αυτοεπανεκτίμηση που συνέβη ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. Αντί για δημιουργήματα της θείας βούλησης έπρεπε τώρα, ξαφνικά, να δεχτούν τον εαυτό τους ελάχιστα πάνω από το επίπεδο του ζώου, και την ίδια τη ζωή σαν ένα συνεχή αγώνα — πράγμα πολύ δυσάρεστο και πολύ δύσκολα παραδεκτό.
Στην εξέλιξη του νατουραλισμού η δαρβινική θεωρία αποτελεί αναμφίβολα τον πιο σημαντικό διαμορφωτικό παράγοντα. Η νατουραλιστική θεώρηση του ανθρώπου εξαρτιέται άμεσα από τη δαρβινική εικόνα της προέλευσής του από τα κατώτερα ζώα. Σε αντίθεση προς την εξιδανίκευση από τους ρομαντικούς, οι νατουραλιστές εσκεμμένα τον υποβιβάζουν στο επίπεδο του ζώου, απογυμνώνοντάς τον από ανώτερες φιλοδοξίες. Ο «μεταφυσικός άνθρωπος» (l’ homme métaphysique) αντικαταστάθηκε από τον «φυσιολογικό άνθρωπο» (l’ homme physiologique) σύμφωνα με τον Zola, […] που ο τίτλος ενός μυθιστορήματός του, Το ανθρώπινο κτήνος, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως χαρακτηριστική ετικέτα για πολλά νατουραλιστικά πρόσωπα. […]

Lilian R. Furst & Peter N. Skrine, Νατουραλισμός, μτφ. Λία Μεγάλου, Ερμής Αθήνα 1972, 25-27 (Η γλώσσα της Κριτικής, 6).

Πηγή: http://www.greek-language.gr


Διαφορές ρεαλισμού - νατουραλισμού

Παρόλο που οι λέξεις ρεαλισμός και νατουραλισμός χρησιμοποιούνται ελεύθερα, ακόμη και απερίσκεπτα, δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς το νόημά τους. Για πολλούς έχουν καταντήσει απλώς βολικοί χαρακτηρισμοί […]
Αποτελεί, λοιπόν, μόνον έκφραση της σύγχρονης τάσης για μεγαλύτερη γλωσσική ακρίβεια η προσπάθεια διαχωρισμού των δύο όρων, που έχουν συνυπάρξει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, έστω όχι και τόσο επιτυχώς; Ή μήπως ο «νατουραλισμός» είναι ριζικά χωρισμένος από τον «ρεαλισμό»; Παραδόξως, η απάντηση και στα δύο ερωτήματα θα ήταν: όχι ο νατουραλισμός πράγματι διαφέρει από τον ρεαλισμό, αλλά δεν είναι ανεξάρτητος από αυτόν. Η πιο κατάλληλη εικόνα, για να γίνει κατανοητή η σχέση των δύο όρων, είναι εκείνη των σιαμαίων διδύμων, που έχουν χωριστά άκρα, μοιράζονται όμως ορισμένα όργανα. Το κοινό σημείο ρεαλιστών και νατουραλιστών είναι η θεμελιώδης πίστη ότι η τέχνη αποτελεί στην ουσία μια μιμητική αντικειμενική απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας (σε αντίθεση προς τη φανταστική, υποκειμενική παραποίηση των ρομαντικών). Η πίστη αυτή τους οδήγησε να εκλέξουν για κύριο θέμα τους το κοινότοπο, το προσιτό, κι επίσης να εξυμνήσουν το ιδεώδες του απρόσωπου στη τεχνική. Από αυτή τη σκοπιά, όπως έδειξε ο Harry Levin στο Η πύλη των Ονείρων, ο ρεαλισμός αποτελεί «μία γενική τάση» με την έννοια ότι κάθε έργο τέχνης «είναι από ορισμένες απόψεις ρεαλιστικό και από άλλες μη ρεαλιστικό» […]. Από τη γενική αυτή τάση προς τον μιμητικό ρεαλισμό γεννήθηκε ο νατουραλισμός. Κατά κάποιο τρόπο υπήρξε η επιδείνωση του ρεαλισμού· […] Αλλά η διαφορά δεν έγκειται μονάχα στην εκλογή προκλητικότερων θεμάτων, τολμηρότερου λεξιλογίου, εντυπωσιακότερων συνθημάτων ή περισσότερο φωτογραφικών λεπτομερειών. Η πραγματική διαφορά βρίσκεται πολύ βαθύτερα: στον πυρήνα της υπάρχει η επιβολή πάνω στην ουδέτερη στάση του ρεαλισμού μιας συγκεκριμένης, πολύ ειδικής θεώρησης του ανθρώπου. Έτσι, οι νατουραλιστές όχι μόνον επεξεργάστηκαν και ενέτειναν τις βασικές τάσεις του ρεαλισμού, αλλά πρόσθεσαν και σημαντικά νέα στοιχεία, που μετέβαλαν τον νατουραλισμό σε αναγνωρίσιμο δόγμα, τέτοιο που ο ρεαλισμός δεν υπήρξε ποτέ. Ο νατουραλισμός, επομένως, είναι πιο συγκεκριμένος και ταυτόχρονα πιο περιορισμένος από τον ρεαλισμό, είναι ένα λογοτεχνικό κίνημα με σαφείς θεωρίες, ομάδες και μεθόδους. Όντας σχολή και μέθοδος, ο νατουραλισμός είναι στην πραγματικότητα ό,τι δεν είναι ο ρεαλισμός· από την άλλη πλευρά όμως, αυτά τα ίδια τα καθορισμένα όρια καθιστούν τον νατουραλισμό λιγότερο σημαντικό από τον ρεαλισμό, που αποτελεί μια από τις βασικές τάσεις όλης σχεδόν της τέχνης.
Ποια ήταν, λοιπόν, τα νέα εκείνα στοιχεία που προστέθηκαν στον μιμητικό ρεαλισμό, για να δημιουργήσουν τον νατουραλισμό; Όπως θα δούμε, προήλθαν κατά μεγάλο μέρος από τις φυσικές επιστήμες· πράγματι, ένας πολύ συνοπτικός, αναγκαστικά όμως ατελής, ορισμός του νατουραλισμού τον χαρακτηρίζει ως προσπάθεια εφαρμογής στη λογοτεχνία των ανακαλύψεων και μεθόδων της επιστήμης του δεκάτου ενάτου αιώνα. […]
Lilian R. Furst & Peter N. Skrine, Νατουραλισμός, μτφ. Λία Μεγάλου, Ερμής Αθήνα 1972, 16-18 (Η γλώσσα της Κριτικής, 6).
 http://www.greek-language.gr
Πηγή: 

Ρεαλισμός και Ζωγραφική

Για να δείτε πίνακες επηρεασμένους από το ρεύμα του ρεαλισμού, πατήστε εδώ.

Η επίδραση του ρεαλισμού στη λογοτεχνία

Η επίδραση του ρεαλισμού στην πεζογραφία μας υπήρξε όψιμη, παρότι η πεζογραφία του νέου ελληνικού κράτους είχε την ευκαιρία να ξεκινήσει μαζί με τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό και να κινηθεί παράλληλα με αυτόν. Παρότι, λοιπόν, είχαμε κάποια πρώτα θετικά δείγματα (τα μυθιστορήματα του γεωπόνου Γρηγορίου Παλαιολόγου, Ο πολυπαθής, 1839, και Ο ζωγράφος, 1842), ο ρομαντισμός τελικώς κυριάρχησε ως η επίσημη λογοτεχνική έκφραση, επειδή προσφερόταν στις προσπάθειες καθορισμού ή απόδειξης της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας του νέου κράτους μέσω της σύνδεσής του με την κλασική αρχικώς και αργότερα με τη βυζαντινή ελληνική Ιστορία και παράδοση.
Η ανατροπή, ωστόσο, του ρομαντισμού δεν σήμαινε πως οι Έλληνες είχαν ξεπεράσει εντελώς το σύνδρομο Fallmerayer και ότιοι σχετικές προσπάθειες είχαν εκλείψει: απλώς δεν στρέφονταν πλέον προς το παρελθόν αλλά προς το ζωντανό παρόν, που μπορούσε να δώσει πιο χειροπιαστές αποδείξεις της συνέχειας του έθνους. Η εξέταση του παρόντος αποτελούσε καίριο πλήγμα στον ρομαντισμό, που προγραμματικά στρεφόταν προς το παρελθόν, ταίριαζε στην πραγματιστική πολιτική του Τρικούπη και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του ρεαλισμού για το πραγματικό, το συγκεκριμένο, το κοινό και καθημερινό. Η εξέταση, ωστόσο, του παρόντος και του πραγματικού από τους Έλληνες πεζογράφους προσανατολίστηκε προς μια λαογραφική εκδοχή του, εκείνη του λαϊκού βίου και πολιτισμού. Αυτή η εκτροπή από τα ευρωπαϊκά πρότυπα του ρεαλισμού υπήρξε αποτέλεσμα μιας επιθυμητής ηθικής, παραδειγματικής λειτουργίας της πεζογραφίας. Σύμφωνα με αυτήν, οι συγγραφείς δεν έπρεπε να επιλέξουν ως αντικείμενό τους τον αλλοτριωμένο τρόπο ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα (ανάλογον με εκείνον της Νανάς του Zola, που είχε μεταφραστεί το 1880, προκαλώντας πολλές αντιδράσεις), αλλά τα χρηστά ήθη της ελληνικής υπαίθρου. Με τον τρόπο αυτόν, προέκυψε η ελληνική εκδοχή του αφηγηματικού ρεαλισμού: το ηθογραφικό διήγημα.
Η περιπέτεια του ελληνικού αφηγηματικού ρεαλισμού υπήρξε ανάλογη με εκείνη του πολιτικού ρεαλισμού: ξεκίνησε ευοίωνα με τον Λουκή Λάρα (1879) του έμπορου και λόγιου Δημήτριου Βικέλα, που απηχούσε την παράδοση της ρεαλιστικής πεζογραφίας, με την ιδιωτική ζωή σε πρώτο πλάνο και την Ιστορία σαν απόηχο από κανόνια που βροντούν κάπου έξω από το προσκήνιο. Στη συνέχεια, όμως, η ρεαλιστική παράδοση ελληνοποιήθηκε μέσα από τον εκλαογραφισμό της λογοτεχνίας, προς τον οποίο έστρεψαν τους συγγραφείς με τις λιγότερες αντιστάσεις ο Νικόλαος Πολίτης και το περιοδικό Εστία με τον διαγωνισμό διηγήματος (1883), που απέβλεπε στη δημιουργία ενός «είδους γραμματολογικού νέου». Θετικό αποτέλεσμα της σχετικής προσπάθειας υπήρξε η άνθηση του διηγήματος, με έξοχους εκπρόσωπους τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη, οι οποίοι, όμως, αναδεικνύονται όχι μέσω της τήρησης αλλά μέσω της υπέρβασης των προγραμματικών αρχών της ηθογραφίας.
Παράλληλα, όμως, δημιουργήθηκε μια μεγάλη σειρά διηγηματογράφων που αλλοιώνουν τη ρεαλιστική παράδοση και περιστέλλουν την αντικειμενική παρατήρηση σε μια επιφανειακή αντίληψη, την προτεραιότητα της ατομικής εμπειρίας σε μια ουσιαστικώς αμέτοχη μαρτυρία και την κριτική περιγραφή σε μια αναπαράσταση που στερεί από το αληθινό τη διάστασή του ως πραγματικού (διάσταση που οφείλει να έχει οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο, ακόμη και εκείνο που ανήκει στη λογοτεχνία του φανταστικού). Με τον τρόπο αυτόν, η ηθογραφία, δηλαδή ο ελληνικός αφηγηματικός ρεαλισμός του τέλους του 19ου αιώνα, κατέληξε σε ανάλογη πτώχευση με εκείνη του πολιτικού ρεαλισμού, ανοίγοντας, όμως, έτσι τον δρόμο σε ανανεωμένες ή λανθάνουσες ή διακριτικές ρεαλιστικές εκδοχές, που χάρισαν στη λογοτεχνία μας αρκετές ιδιότυπες και με προσωπικό τρόπο δουλεμένες μάσκες του ρεαλισμού, όπως η ατμοσφαιρικά κοινωνιστική του Βουτυρά, η βουκολική του Μυριβήλη, η αστική του Θεοτοκά, η μεγαλοαστική και μετά ιστοριογραφική του Πετσάλη, η φροϋδική του Καραγάτση, η πολιτική του Τσίρκα.
Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι μάσκες του ρεαλισμού. Εκδοχές του νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου, τ. Α΄, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, 24-26.

http://www.greek-language.gr
Πηγή: 

Οι παράγοντες που οδήγησαν στην ανάπτυξη του ρεαλισμού

Για ν’ ακριβολογούμε, λοιπόν, αυτό που «ανακαλύπτεται» (κυρίως μέσα από τις εικαστικές τέχνες) στο Παρίσι του 1855-1856 και που, λίγο αργότερα, φθάνει και στον τόπο μας δεν είναι τόσο η πραγματικότητα όσο μια θεωρία της πραγματικότητας: ο ρεαλισμός. Νέες περιστάσεις, νέες προτάσεις. Τα πάντα συμβάλλουν: ο θετικισμός, η αναβάθμιση της επιστήμης, οι υπερβολές του ρομαντισμού, η τεχνική, η ιδεολογία. Λίγα χρόνια αργότερα, όλα είναι έτοιμα για την εμφάνιση του Zola και του νατουραλισμού του. Όλα και όλοι: η διάδοση της φωτογραφίας, ο επιστημονισμός, ο Δαρβίνος και ο δαρβινισμός, ο H. Taine (Ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας, 1864), ο Claude Bernard (Εισαγωγή στη μελέτη της πειραματικής ιατρικής, 1865). Καιρός για το πειραματικό μυθιστόρημα, δηλαδή για τον εξοβελισμό της φαντασίας.
[…]
Το μεγάλο βήμα έχει γίνει. Τοποθετώντας στη θέση της φαντασίας την παρατήρηση […], ο συγγραφέας δεν έχει παρά να εμπιστεύεται πριν απ’ όλα τις αισθήσεις του, κυρίως την όρασή του, μολονότι ο κίνδυνος μιας ουδέτερης και απρόσωπης θεώρησης των πραγμάτων ελλοχεύει […].

Παναγιώτης Μουλλάς, «Εισαγωγή». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Α΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1998, 190-192.



[…] Την ώρα όπου τελειώνει μια εποχή και ο ρομαντισμός αδυνατεί να ξεπεράσει την κρίση του, παρουσιάζονται κιόλας, τόσο στον διεθνή όσο και στον ελληνικό χώρο, οι πρόσφοροι όροι της αλλαγής. «Εποχή του φιλελευθερισμού», κατά τον χαρακτηρισμό του B. Croce, η περίοδος ως τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο εγγυάται την ισορροπία, τη σταθερότητα, ακόμα και την ανανεωτική ορμή των αστικών καθεστώτων στην Ευρώπη. Το ορθολογικό πνεύμα κυριαρχεί: θετικισμός, εμπειρισμός, επιστημονισμός. Ως διάδοχοι του ρομαντισμού εμφανίζονται καινούρια λογοτεχνικά κινήματα: ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός στην πεζογραφία, ο παρνασσισμός και ο συμβολισμός στην ποίηση.
Ό,τι χρειάζεται, λοιπόν, πρώτα-πρώτα η ελληνική λογοτεχνία, γύρω στα 1880, είναι ν’ αναπροσαρμόσει τους στόχους της και την έκφρασή της σύμφωνα με τα νέα δεδομένα — δεδομένα ταυτόχρονα κοινωνικοπολιτικά και ιδεολογικά, εθνικά και υπερεθνικά, αισθητικά και επιστημονικά. […]
Παν. Μουλλάς, «Γύρω στα 1880: οι όροι της αλλαγής». Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1993, 84.

Πηγή: http://www.greek-language.gr

Ο τρόπος γραφής των ρεαλιστών

Η μελέτη του ρεαλισμού αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση […] μέρος του γενικότερου προβλήματος των σχέσεων ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη. […]
[…] ο απλοϊκός ρεαλιστής φαντάζεται ότι μπορεί να γίνει η ανα-παράσταση του κόσμου με λέξεις, ή με κάποιο άλλο μέσον, κι ότι μπορεί να επιτύχει την ανα-παράσταση αυτή δηλώνοντας ότι το κάνει, κι υποσχόμενος να εργαστεί με απλότητα κι ειλικρίνεια. […] Μα είναι εύκολο να αποδειχτεί πως η αναπαράσταση αυτή είναι ακατόρθωτη τόσο τεχνικά όσο και φιλοσοφικά· στην πιο ευνοϊκή περίπτωση, είναι μια «μεταφορά» χωρίς ακρίβεια (όπως κι η έκφραση), και στη χειρότερη, είναι μια πηγή σύγχυσης για τη σκέψη.

Damian Grant, Ρεαλισμός, Ερμής, Αθήνα 1988 (2η έκδ.), 91-92 (Η γλώσσα της Κριτικής, 1)









Ρεαλισμός και Νατουραλισμός

[…] ο «Ρεαλισμός» προέρχεται από τη φιλοσοφία κι έχει ένα αντικειμενικό σκοπό: να φτάσει την πραγματικότητα. Ο «Νατουραλισμός» προέρχεται από τη φυσική φιλοσοφία ή επιστήμη, και περιγράφει τη μέθοδο που θα μας οδηγήσει στην επίτευξη της πραγματικότητας. […]
[…] ο «νατουραλισμός» είναι δυνατό να ερμηνευτεί με περισσότερη ακρίβεια, κι η βασική αιτία γι’ αυτό είναι ότι περιγράφει μια μέθοδο. Ο «ρεαλισμός» σκόνταψε στο δρόμο […] — ή, τουλάχιστο, μπορούμε να πούμε πως δεν εξελίχτηκε ποτέ. Δεν του έμεινε τίποτε για να μπορέσει να συνεχίσει την επίθεση ενάντια στο ρομαντισμό. […]
Η ολοκλήρωση αυτή πραγματοποιήθηκε με την πρωτοβουλία των νατουραλιστών, που ακολουθώντας τις ενδείξεις της ρεαλιστικής θεωρίας ως το λογικό τους συμπέρασμα, επινόησαν μιαν επιστημονική μέθοδο για να εφαρμόσουν το πρόγραμμα του ρεαλισμού. […]


















Damian Grant, Ρεαλισμός, Ερμής, Αθήνα 1988 (2η έκδ.), 52-53 (Η γλώσσα της Κριτικής, 1).



Ο Ρεαλισμός

Οι εκπρόσωποι ενός λογοτεχνικού ρεαλισμού γύρω στα 1850 δεν είχαν αρχικά στο νου τους τίποτε περισσότερο από την πιστή, την λεπτομερειακή περιγραφή των ηθών, του τοπικού χρώματος, της εποχής, των συγκεκριμένων εξωτερικών εκδηλώσεων της ζωής: επομένως ένα υπερβολικά «περιστασιακό ρεαλισμό». Μ’ αυτή την έννοια λοιπόν έγινε λόγος στην αρχή για λογοτεχνικό ρεαλισμό, κι έπειτα σιγά-σιγά συνεισέρρευσαν στην έννοια οι συνδηλώσεις που την διεύρυναν τόσο, ώστε να καταστεί έννοια μιας εποχής της Ιστορίας της Λογοτεχνίας. Ο Ρεαλισμός έγινε σημείο ενός συστήματος λογοτεχνικών αρχών, κανόνων και συμβάσεων που αποτυπώθηκαν κυρίως στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα από το 1830 περίπου. Η έννοια Ρεαλισμός έχει επιβληθεί σε σχέση με τα θεματικά, δομικά και υφολογικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, και έχει αποδειχθεί αναντικατάστατη παρά τη διαρκή αμφισβήτηση του ορισμού της. […] Επικράτηση κοινωνιολογικής και ψυχολογικής αιτιότητας, αναλυτικός τρόπος θέασης, επικοινωνία με το επίκαιρο, ακρίβεια της περιγραφής και συνεπώς η τάση της απογύμνωσης και αποκάλυψης, η ορμή για αφύπνιση και απομυθοποίηση, η επιδίωξη συσχετισμού με τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αυτά αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, του λογοτεχνικού Ρεαλισμού. […] Ό,τι μοιάζει προς το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από τότε ως ρεαλιστικό και επομένως κρίνεται ή και αξιολογείται ως «πιστή ομοιότητα προς ό,τι είναι πραγματικό». […]

W. Preisendanz, Ρομαντισμός – Ρεαλισμός – Μοντερνισμός. Σκιαγράφηση μιας εξελικτικής πορείας, μτφ. Άννα Χρυσογέλου-Κατσή, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990, 97-99.

Πηγή: http://www.greek-language.gr

Ρεαλισμός

Ο όρος ρεαλισμός προέρχεται από τη φιλοσοφία και, παραδόξως, χρησιμοποιείται από τους Γερμανούς ρομαντικούς χωρίς όμως να δηλώνει μία συγκεκριμένη λογοτεχνική σχολή. Στη Γαλλία, εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1826 στο Mercure Français για να χαρακτηρίσει τη λογοτεχνία του πραγματικού, αυτή που, κατά τη γνώμη του συντάκτη, θα αποτελούσε τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Στην ίδια χώρα, τη δεκαετία του 1830, εμφανίζονται οι πρόδρομοι του ρεαλισμού: ο Stendhal, ο οποίος όριζε το μυθιστόρημα ως καθρέφτη, και ο Honoré de Balzac, που απέβλεπε σε μια «μελέτη ηθών» (étude de moeurs) χρησιμοποιώντας την ακρίβεια του ζωολόγου επιστήμονα. Στην αποκρυστάλλωσή του, όμως, σε συνειδητό λογοτεχνικό κίνημα, που έμελλε να επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη της λογοτεχνίας, συνέβαλαν οι ιστορικές συνθήκες, καθώς και το καλλιτεχνικό και το πνευματικό κλίμα της εποχής: η επανάσταση του 1848 η οποία επανέφερε στο προσκήνιο τη λαϊκή βούληση και τη δύναμη των μαζών· η ανακάλυψη της φωτογραφίας το 1839 που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έβλεπαν τον κόσμο· η ζωγραφική του Courbet ο οποίος ήταν αντίθετος στην εξιδανίκευση της τέχνης· το επιστημονικό κριτικό πνεύμα του Sainte-Beuve· ο θετικισμός του A. Comte και η μεταφορά του στην ιστορία της λογοτεχνίας από τον H. Taine. Η νέα πίστη που έδινε το στίγμα της στο β΄ μισό του 19ου ήταν ο επιστημονισμός.

Αντώνης Δεσποτίδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1913.

 http://www.greek-language.gr

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Η Γενιά του '80

Τα ίδια εκείνα χρόνια κατά τα οποία πιέζουν τη συνείδηση των συγγραφέων νέα επάλληλα κινήματα όπως ο ρεαλισμός, ο νατουραλισμός, ο παρνασσισμός, ο συμβολισμός, οι Έλληνες περισσότερο παρά ποτέ βιώνουν το δίλημμα της στροφής προς τη Δύση ή της απομόνωσής τους μέσα στις υγιείς πάτριες παραδόσεις. Στη δημόσια ζωή οι δυο αντίστοιχες παρατάξεις αντιπροσωπεύονται η μεν από τον Χαρίλαο Τρικούπη, που με τις μεταρρυθμίσεις του έχει την υποστήριξη των περισσότερων διανοουμένων, η δε από τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, που με την ωθημένη στα άκρα εθνικιστική πολιτική οδήγησε τελικά την Ελλάδα στην ήττα του 1897. Κατά το τελευταίο διάστημα αυτής της περιόδου οι συνειδήσεις των λογίων αναστατώνονται από τη διάδοση του νιτσεϊσμού και του σοσιαλισμού.
Τα χρονικά της εποχής καταγράφουν ως αξιομνημόνευτο γεγονός την ταυτόχρονη δημοσίευση, το 1880, δύο μικρών βιβλίων μιας τυποποιημένης σειράς ποίησης, το ένα, Στίχοι, του Νικολάου Καμπά (1857-1932), και το άλλο, Ιστοί αράχνης, του Γεωργίου Δροσίνη (1859-1951). Ο Δροσίνης, όταν πια ηλικιωμένος θυμάται στα απομνημονεύματά του το ξεκίνημα εκείνο, το θεωρεί ως «αντίδραση του εύθυμου τραγουδιού της ζωής προς τη ρομαντική θρηνωδία». Φροντίζει τη μορφή, που είναι ευχάριστη, τραγουδιστή.
Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 292-293.



Οι «Στίχοι» του Νικολάου Καμπά
(εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης).

Οι «Ιστοί αράχνης» του Γεωργίου Δροσίνη
(εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης).
 


«Οι Τρυγόνες και Έχιδναι [του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου] σα ν’ αποχαιρετούσαν κάτι που έσβηνεν· οι Στίχοι του Καμπά σα να πρωτοχαιρετούσαν κάποιο ξημέρωμα. Του Γεωργίου Δροσίνη τα Ειδύλλια (1884) σα να το εβεβαίωναν». Έτσι σημαδεύει ο Παλαμάς την μετάβαση της λογοτεχνίας μας στην γενιά του 1880. […]
Στα 1880, ένας φωτισμένος άνθρωπος, ο Λάμπρος Κορομηλάς, αποφασίζει να ιδρύσει εκδοτικό οίκο και ν’ αρχίσει συστηματική έκδοση ποιημάτων της νέας παραγωγής, έχοντας πρότυπό του αντίστοιχους γαλλικούς οίκους. Εκδίδει τους Στίχους του Καμπά· εκατό σελίδες ποιήματα, άλλα στην καθαρεύουσα κι άλλα στην δημοτική· όμως η αλλαγή του τόνου είναι πολύ πιο χαρακτηριστική από την γλωσσική προοδευτικότητα: στίχοι καμωμένοι για να διαβάζονται όχι από το ύψος κανενός βήματος πολιτικού, αλλά μέσα στην ζεστή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Τα πάθη δεν είναι βίαια, είναι οι καθημερινές μικρές οδύνες, οι καθημερινές μικρές χαρές· η έκφρασή τους δεν είναι μεγαλόστομη, αλλά έρχεται σαν ψιθύρισμα μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο που πάει να καλύψει την συγκίνηση […]
Ο Καμπάς εισάγει στου Κορομηλά και τον Δροσίνη (1859-1951), που έχει δημοσιεύσει τους πρώτους στίχους του στον Ραμπαγά με το ψευδώνυμο Αράχνη. Η συλλογή του ονομάζεται Ιστοί αράχνης. Αντί για πρόλογο έχει λίγους στίχους του Coppée· η πρόταξη αυτή αποτελεί δήλωση πίστης: οι νέες κινήσεις της γαλλικής λογοτεχνίας, με τον παρνασσισμό, φέρνουν την απήχησή τους ως εμάς. Ο Δροσίνης θέλει κι αυτός να είναι κομψός και απλός· […] Ποιήματα σύντομα, με θέμα βασικά ερωτικό· […]
Το 1886 εκδίδεται η πρώτη ποιητική συλλογή του Κωστή Παλαμά, Τραγούδια της πατρίδος μου. Ο τίτλος χαρακτηρίζει την συλλογή είτε στο ευρύτερο νόημα της πατρίδας, είτε στο στενότερο. Ο ποιητής εκμεταλλεύεται το δημοτικό τραγούδι, τις νεοελληνικές παραδόσεις, την ιστορία μας, και παράλληλα, όσο κι αν η φυσική του τάση είναι βαριά και σοβαρή, πλέκει ελαφρά τραγούδια στον τύπο του Καμπά και του Δροσίνη. Αποκλειστική γλώσσα της συλλογής, η δημοτική. Στο εξώφυλλο διαβάζουμε: «Εν Αθήναις, βιβλιοπωλείον Εστίας». Η γενιά του 1880 έχει κατακτήσει το καινούριο περιοδικό: από το 1881 γράφουν εκεί ο Δροσίνης κι ο Παλαμάς. Κύριο πρόσωπο στην ομάδα η οποία τείνει να σχηματισθεί, είναι ο Νικόλαος Πολίτης.
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 463-467.


Μια ματιά στη θεματολογία της γενιάς του 1880 θα μας οδηγούσε ασφαλώς σε χρήσιμα συμπεράσματα. Επιβιώνουν, βέβαια, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, τα κυριότερα μοτίβα του ρομαντισμού: η πατρίδα, η φύση, ο έρωτας, η ιστορία. Αλλά με πόσες ποιοτικές διαφορές! Έτσι η πατρίδα παρουσιάζεται ταυτόχρονα σαν ευρύτερη εθνική ιδέα και σαν στενότερος εμπειρικός χώρος του δημιουργού· παράδειγμα τα Τραγούδια της πατρίδος μου (1886) του Παλαμά. Η φύση, αντικείμενο περιγραφής ή θαυμασμού, συμβολικό πλαίσιο μιας προαστικής ή εξωαστικής σκηνογραφίας, προσεγγίζεται με ακρίβεια και γνώση, πιστοποιώντας την παρουσία του παρατηρητή. Ο έρωτας δεν ταυτίζεται πια μονότονα με τον θάνατο και την αποτυχία· γίνεται ερωτοτροπία, παιχνίδι, διασκέδαση, εκπληρωμένη χαρά των αισθήσεων.
Αλλά η θεματική πρωτοτυπία της γενιάς του 1880 φανερώνεται χαρακτηριστικότερα όχι τόσο στην πυκνότητα των λαογραφικών μοτίβων, όσο στην παρουσία του σπιτιού και της οικογενειακής ζωής. Τίποτε πιο φυσικό: σε μια στιγμή αστικής αναδιάρθρωσης της κοινωνίας είναι επόμενο η λογοτεχνία ν’ αντανακλά ό,τι αποτελεί κιόλας ουσιαστικό εμπειρικό δεδομένο ή ιδεολογική σκόπευση. Το σημαντικότερο περιοδικό της εποχής ονομάζεται Εστία. […]
Παν. Μουλλάς, «Γύρω στα 1880: οι όροι της αλλαγής». Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1993, 88-89.


Δημοτικιστική παράδοση και δημοτική λαλιά, ηθογραφία, λαογραφία και λαϊκισμός, συνθετική αξιοποίηση του παρελθόντος, ξεπέρασμα της ρομαντικής θρηνολογίας και αμετροέπειας, στροφή προς το πραγματικό, προς το επίκαιρο και το καθημερινό, αντικατάσταση της φαντασίας με την εμπειρία, τη μνήμη και την παρατήρηση, αναπροσαρμογή προς τα νέα ευρωπαϊκά ρεύματα: να μερικοί από τους βασικούς στόχους της στροφής του 1880. Από μιαν άποψη, η καινούρια λογοτεχνία ανατοποθετεί τις έννοιες του χρόνου και του χώρου. Πραγματικά, βρισκόμαστε πολύ μακριά από τις μεγάλες διάρκειες των ιστορικών αφηγήσεων, πολύ μακριά επίσης και από τις φυγές σε μυθικούς ή άγνωστους τόπους. Αδιάκοπα μεταβαλλόμενο, το ρομαντικό σκηνικό της φαντασίας δεν έχει πια παρά ν’ ακινητοποιηθεί, σύμφωνα με τις στατικές, φωτογραφικές απαιτήσεις του νατουραλισμού. Στη θέση του «αλλού» και του «άλλοτε» εμφανίζεται το «εδώ» και το «τώρα».
Μπορούμε όμως, παρ’ όλα αυτά, να μιλάμε για ρήξη; Τίποτε δε θα ήταν πιο αυθαίρετο ή μηχανιστικό. Στην ουσία, ό,τι πραγματοποιεί η γενιά του Παλαμά εγγράφεται, κατά μεγάλο ποσοστό, σε μια δυναμική του παρελθόντος, όπως θα εγγραφεί και σε μια προοπτική του μέλλοντος: οι αλλοιώσεις των πνευματικών συστατικών είναι συχνότερες από τις απώλειές τους. Ύστερα, το φαινόμενο που ονομάζεται ρομαντισμός (και που, λειτουργικά, θα μπορούσε να περιλάβει οποιαδήποτε συλλογική έξαρση) είναι ευρύτερο και διαρκέστερο απ’ ό,τι φαίνεται να τερματίζεται γύρω στα 1880. Συνεχιστής του Σπ. Ζαμπέλιου και του Κ. Παπαρρηγόπουλου, ο Νικόλαος Πολίτης δεν προεκτείνει το ίδιο ρομαντικό όραμα υποκαθιστώντας τον ιστορισμό με τη λαογραφία; Με αυτή την έννοια, οι διάρκειες υπερκαλύπτουν τις ρήξεις. «Είναι ρομαντικοί! Ρομαντικοί! Ρομαντικοί!», έλεγε για τους Αθηναίους συναδέλφους του, στα 1932, ο Καβάφης.
Παν. Μουλλάς, «Γύρω στα 1880: οι όροι της αλλαγής». Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1993, 85.


Από το σύνολο σχεδόν των μελετητών αυτής της περιόδου έχει γίνει αποδεκτό ότι για τη μετάβαση από τη μια περίοδο στην άλλη ο Λουκής Λάρας του Βικέλα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. «Ο Δροσίνης» γράφει ο Κ.Θ. Δημαράς «σημειώνει στ’ απομνημονεύματά του την επιτυχία την οποία είχε το έργο στο αναγνωστικό κοινό του περιοδικού, και τονίζει πόσο η επιτυχία αυτή συνετέλεσε στη συγγραφή διηγημάτων, που είχαν εξασφαλισμένες για την δημοσίευσή τους τις στήλες της Εστίας». Η μαρτυρία του Δροσίνη μάς είναι χρήσιμη, γιατί, προκειμένου να μελετήσουμε την πεζογραφία της γενιάς του 1880, μας ενδιαφέρει να μάθουμε ποια πεζογραφήματα, ανεξαρτήτως της όποιας αξίας τους, ανταποκρίνονταν στα ενδιαφέροντα του κοινού και των πεζογράφων. Η νουβέλα του Βικέλα, που εισάγει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση —το απλούστερο και πιο πρόσφορο είδος από την άποψη της αφηγηματικής τεχνικής— φαίνεται ότι τα ικανοποιεί. Δεν διακρίνεται, βέβαια, για την υψηλή ποιότητα και τη δύναμη της αφήγησής της. Ό,τι την ξεχωρίζει από τα προγενέστερα μυθιστορήματα είναι το αντιηρωικό της πνεύμα και ο χαμηλός και οικείος αφηγηματικός της τόνος. Γραμμένη σε μια απλή και χωρίς ακρότητες καθαρεύουσα, δεν ρίχνει το βάρος της στα ιστορικά περιστατικά της Επανάστασης του ’21 αλλά στα καθημερινά και δίνει εικόνες από τη ζωή και τα ήθη της εποχής. […] Οπωσδήποτε, όμως ο Λουκής Λάρας δεν ήταν το μόνο έργο που ανταποκρινόταν στα αιτήματα της νέας γενιάς. Είχαν προηγηθεί και άλλα μυθιστορήματα […] που διακρίνονταν για τον ρεαλιστικό τρόπο γραφής τους και θα μπορούσαν να συμβάλουν αποφασιστικά στις αναζητητικές τους προσπάθειες για τη χάραξη μιας νέας πορείας, όπως τα: Ο πολυπαθής και Ο ζωγράφος του Γρηγορίου Παλαιολόγου (καλλιέργησε ένα είδος αστικής ηθογραφίας και μιας γραφής ρεαλιστικής), Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά (σε αντίθεση με τα ρομαντικά και ιστορικά θέματα των μυθιστορημάτων της εποχής του, δίνει μια ζοφερή εικόνα της σύγχρονης ζωής και παρουσιάζει μια Ελλάδα, όπου κυριαρχεί η αυθαιρεσία, και η διεφθαρμένη κρατική εξουσία συναλλάσσεται με τους ληστές), Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (κυρίως για τη ρεαλιστική απόδοση και περιγραφή της κατάντιας του στρατού μας και της ληστοκρατίας). […]
Τάκης Καρβέλης, Η γενιά του 1880, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2003, 63-64.


Θα έλεγε κανείς ότι η δεκαετία του 1880 επιβάλλει στη νεοελληνική πρόζα ένα όριο που είναι παράλληλα και σημείο μηδέν. Με δυο λόγια: τίποτε ουσιαστικό δεν έχει γίνει ως τώρα. Τώρα αρχίζουν (και οφείλουν να γίνουν) τα πάντα.
[…]
Τώρα, στις αρχές της δεκαετίας του 1880, το μυθιστόρημα […], είδος ταυτισμένο σχεδόν με την παραλογοτεχνία, αντικαθίσταται από το διήγημα. Ήδη από το 1876, η Εστία, το σημαντικότερο περιοδικό της εποχής, έχει μιλήσει για «είδος γραμματολογικόν νέον», ικανό να εκμεταλλευθεί δημιουργικά «τον δημώδη μυθολογικόν πλούτον». Η λαογραφία βρίσκεται στην καλύτερή της ώρα. Αν η παραλογοτεχνική επιφυλλιδογραφία συνεχίζεται αμείωτη, το ηθογραφικό διήγημα, ζωντανή έκφραση των ιδεολογικών αναπροσαρμογών του 1880 και των πρωτοβουλιών της λογιοσύνης, δημιουργεί μια καινούρια δυναμική που ανατρέπει ουσιαστικά τις ισορροπίες. […]
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, η αλλαγή είναι αισθητή. Νέες ισορροπίες δημιουργούνται. Κυρίαρχο επί σαράντα χρόνια, το ξένο (παραλογοτεχνικό) μυθιστόρημα αντισταθμίζεται τώρα, γύρω στα 1880, από το ηθογραφικό διήγημα. Προσγείωση στο παρόν. Χρειάζεται λιγότερο αλλού και άλλοτε· περισσότερο εδώ και τώρα. Αν η παραλογοτεχνία εξακολουθεί να κατοικεί στις μεγάλες, συνήθως αλλοεθνείς, πόλεις (με ιδιαίτερη προτίμηση στους υποχθόνιους-καταχθόνιους χώρους και την πρόθεση υπό: υπόγειο, υπόνομος, υπόκοσμος, υπόδικος, ύποπτος, υποκόμης κλπ.), η λογοτεχνία μετακομίζει στο ελληνικό χωριό αναζητώντας καθαρό αέρα.
Παναγιώτης Μουλλάς, «Εισαγωγή». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Α΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1998, 163-167.

Πηγή: http://www.greek-language.gr 

Οι παράγοντες που βοήθησαν στην ανάπτυξη της Ηθογραφίας

[…] το ηθογραφικό διήγημα θα γεννιόταν με τη συμβολή μιας σειράς παραγόντων (λαογραφία, νατουραλισμός, εμπειρισμός, σημασιοδότηση της παρατήρησης και της μνήμης, στροφή προς το παρόν, αναζήτηση της εθνικής ιδιοτυπίας κλπ.), παραγόντων που, ποιος λίγο ποιος πολύ, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά, θα συντελούσαν ώστε ν’ ανοιχτεί, σε μια ορισμένη στιγμή, ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Ας μη λησμονούμε ωστόσο το ρόλο των συγκεκριμένων προσώπων. Μιλήσαμε κιόλας για το Βικέλα. Μια άλλη φυσιογνωμία, πολύ πιο σημαντική και, κάποτε, αρκετά διακριτική ως προς το ρόλο της στα λογοτεχνικά πράγματα, προσανατολίζει αποφασιστικά τη γενιά του ’80 σε μια ορισμένη «μελέτη επί του βίου των νεωτέρων Ελλήνων». Πρόκειται για τον Νικόλαο Πολίτη. Δε λείπει, συνάμα, και το κατάλληλο όργανο που θα βοηθήσει την εκκόλαψη του νέου διηγήματος: είναι το περιοδικό που δημοσίεψε τον Λουκή Λάρα, η Εστία. Ό,τι σημαντικό και προσδιοριστικό έχει να παρουσιάσει στα πρώτα της βήματα η ελληνική διηγηματογραφία, θα δει το φως μέσα από τις στήλες του εβδομαδιαίου αυτού εντύπου. Όλοι οι νέοι πεζογράφοι που θ’ ακολουθήσουν λίγο ή πολύ τα χνάρια της ηθογραφίας, θα πρωτοσυναντηθούν εδώ σ’ ένα κοινό προσκλητήριο: Βικέλας, Βιζυηνός, Δροσίνης, Παλαμάς, Μητσάκης, Κουρτίδης, Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας κ.ά. Μιλάμε πάντα, φυσικά, για την περίοδο ως το 1887.

Παν. Μουλλάς, «Το διήγημα, αυτοβιογραφία του Παπαδιαμάντη». Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αυτοβιογραφούμενος, επιμ. Παν. Μουλλάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1999, κα΄-κβ΄.











































































































http://www.greek-language.gr
Πηγή: 

Το περιοδικό Εστία και το ηθογραφικό διήγημα

Η προκήρυξη του πρώτου «Διαγωνισμού της Εστίας προς συγγραφήν ελληνικού διηγήματος» δημοσιεύτηκε ανώνυμα στο Δελτίον της 15 Μαΐου 1883, όπου και καθορίζονται οι όροι του: έκταση τουλάχιστον δέκα σελίδων του σχήματος της Εστίας· τα έργα θα ’πρεπε να υποβληθούν ως την 1 Οκτωβρίου 1883· το καλύτερο διήγημα θα βραβευόταν με έπαθλο τριακοσίων δραχμών· οι διαγωνισμοί θα επαναλαμβάνονταν ανά εξάμηνο.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκεπτικό της προκήρυξης, κυριότερα σημεία του οποίου είναι: α) διατυπώνεται η άποψη πως ίσαμε την ώρα εκείνη η πεζογραφία μας αντιπροσωπευόταν από το έργο τριών μόνο πεζογράφων: του Α.Ρ. Ραγκαβή, του Στ. Ξένου και του Κ. Ράμφου. Ο Βικέλας δεν αναφέρεται, μα ούτε και για το Βιζυηνό γίνεται λόγος, αφού έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να αναγνωριστεί και εκτιμηθεί η προσφορά του· β) η κατάλληλη διαπραγμάτευση θεμάτων από την ιστορία συντελεί στην τόνωση του εθνικού φρονήματος του λαού και την ηθική του διάπλαση, και γ) «ο ελληνικός λαός», αναφέρεται, «είπερ και άλλος τις έχει ευγενή ήθη, έθιμα ποικίλα και τρόπους και μύθους και παραδόσεις εφ’ όλων των περιστάσεων του ιστορικού αυτού βίου·  η δε ελληνική ιστορία, αρχαία και μέση και νέα γέμει σκηνών δυναμένων να παράσχωσιν υποθέσεις εις σύνταξιν καλλίστων διηγημάτων και μυθιστορημάτων».
Άρα ο χώρος απ’ όπου θα ’πρεπε να αντληθεί το θεματικό υλικό, που ταυτόχρονα αποτελεί και τους κεντρικούς άξονες, είναι: από τη μια μεριά τα ήθη και έθιμα του ελληνικού λαού και από την άλλη η ιστορική του παράδοση.

Γιάννης Παπακώστας, Το περιοδικό Εστία και το διήγημα, Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα, Αθήνα 1982, 79-80.


Πηγή: http://www.greek-language.gr

Η Ηθογραφία στην Ελληνική Ζωγραφική

Για να επισκεφτείτε την ιστοσελίδα της Εθνικής Πινακοθήκης σχετικά με την ηθογραφική ζωγραφική, πατήστε εδώ

Η Ηθογραφία στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, η ηθογραφία εμφανίζεται γύρω στα 1880, εποχή δηλαδή που πραγματοποιείται αισθητή αλλαγή στον προσανατολισμό της λογοτεχνίας μας. Την εγκαινιάζει ο Δημήτριος Βικέλας (1835-1908) με τη νουβέλα του Λουκής Λάρας (1879), διατηρείται ως το 1920 περίπου —ή και λίγο αργότερα— και πραγματώνεται περισσότερο με το διήγημα. Πρώιμα δείγματά της, ωστόσο, έχουμε στο μυθιστόρημα του Παύλου Καλλιγά (1814-1896) Θάνος Βλέκας (1855) και στο αγνώστου συγγραφέα αφήγημα Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1870). Αλλά εισηγητής του διηγήματος με μεγαλύτερες αξιώσεις, μολονότι είχε προηγηθεί και μια προκαταρκτική φάση του είδους, είναι ο Θρακιώτης Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), που άνοιξε σωστά το δρόμο της ηθογραφίας, με το δημοσιευμένο στο περιοδικό Εστία διήγημά του Το αμάρτημα της μητρός μου τον Απρίλιο του 1883. Ένα μήνα αργότερα, στις 15 Μαΐου 1883, υπό την πίεση μιας γενικότερα εθνοκεντρικής τάσης, προκηρύχθηκε διαγωνισμός διηγήματος από το ίδιο περιοδικό, με αποτέλεσμα ν' ακολουθήσει ομαδική συγγραφή ηθογραφικών διηγημάτων. Η προκήρυξη έγινε με πρωτοβουλία του Ν.Γ. Πολίτη, ο οποίος τρία μόλις χρόνια πριν είχε επιστρέψει, ύστερα από τετραετείς σπουδές στο Μόναχο.
[…] είναι ανάγκη να διακρίνουμε την ηθογραφία —όχι τόσο χρονολογικά όσο από την άποψη του τρόπου αναπαράστασης— σε δυο κατηγορίες: α) ηθογραφία έτσι όπως την προπαγάνδισε η Εστία και την πραγματοποίησαν οι πρώτοι διηγηματογράφοι, δηλαδή την ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή αναπαράσταση, με έντονο λαογραφικό χαρακτήρα, των ηθών της ελληνικής υπαίθρου, και β) ρεαλιστική ή νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια με τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές τους.

Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Ηθογραφία». Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τ. 26, Αθήνα 1984, 219-221.

http://www.greek-language.gr



Ηθογραφία

ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ

 Η αναπαράσταση με αληθοφανή τρόπο των ηθών, των εθίμων, της συμπεριφοράς, της ιδεολογίας και εν γένει του συλλογικού τρόπου ζωής μιας ορισμένης (αστικής ή αγροτικής) κοινωνίας. Η ηθογραφική μυθοπλασία έλκεται από το σύνολο του κοινωνικού σώματος, αναζητά μέσους όρους και ζωγραφίζει αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες. Καθώς διακριτικό γνώρισμα της ηθογραφίας είναι και ο «συγχρονικός» (παροντικός) χαρακτήρας της αφήγησης, ο αφηγηματικός λόγος βασίζεται κατά κανόνα στην άμεση εποπτεία και στην προσωπική μαρτυρία ή ανακαλεί στο παρόν προηγούμενες εμπειρίες. Στη νεοελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα εκδηλώνονται από το 1840 περίπου και εξής ποικίλες ηθογραφικές εκδοχές, οι οποίες παρά τις μεταξύ τους διαφορές συστήνουν μια ενιαία και πολυσύνθετη αφηγηματική περιοχή, καθώς εμφανίζουν πολλά κοινά θεματικά γνωρίσματα και αφηγηματικές τεχνικές όπως:

α) η προσγείωση της αφήγησης στο παρόν και σε χώρους λίγο ή πολύ γνωστούς και οικείους,

β) η προγραμματική πρόθεση απεικόνισης των ηθών, της εθιμικής συμπεριφοράς και του συλλογικού εν γένει τρόπου ζωής,

γ) η απεικόνιση χαρακτηριστικών ανθρώπινων τύπων,

δ) η σκηνοθετημένη αληθοφάνεια της αφήγησης, η οποία στηρίζεται συνήθως στη συστηματική χρήση του πρώτου αφηγηματικού προσώπου (τεχνική που σκοπεύει στην εξίσωση της αφήγησης με τη μαρτυρική κατάθεση) και στην εκτεταμένη χρήση των διαλόγων στους οποίους αποτυπώνεται η ιδιωματική έκφραση των ηρώων (τεχνική που σκοπεύει στη δημιουργία εντύπωσης φωνογραφικής πιστότητας). […]

Παντελής Βουτουρής, Ως εις καθρέπτην … Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995, 259-260.



http://www.greek-language.gr

Πηγή: