«Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη»

Π. Νερούντα

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός είναι ιδεολογικό, φιλολογικό, γλωσσικό και φιλοσοφικό ρεύμα που επιχείρησε να μεταφέρει τις ιδέες και τις αξίες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού στον χώρο του υπόδουλου γένους. Με τον όρο διαφωτισμός εννοείται η πνευματική κίνηση που σημειώθηκε στη Δυτική Ευρώπη στα τέλη του 17ου αιώνα, με κύριους στόχους τη λύτρωση του ανθρώπινου πνεύματος από τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες, την αυθεντία του κράτους και της εκκλησίας και την επικράτηση του ορθού λόγου, της πνευματικής ελευθερίας, της ανεξιθρησκίας και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι ιδέες του διαφωτισμού διαχύθηκαν στον ελληνικό χώρο, όταν διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες στις αρχές του 18ου αιώνα με την ανάθεση της εξουσίας των παραδουνάβιων ηγεμονιών σε Έλληνες ηγεμόνες και αργότερα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774.

Κύριοι φορείς του νεοελληνικού διαφωτισμού είναι οι Έλληνες που ζουν στην δύση. Αυτοί παρακολουθούν από κοντά όλες τις αλλαγές που γίνονται στην σκέψη, παρακολουθούν τις ανακαλύψεις πάνω στις νέες τεχνικές, ανακαλύπτουν τις ιδεολογικές αρχές πάνω στις οποίες πραγματοποιείται η γαλλική επανάσταση. Αυτό το κοινωνικό και πολιτικό γεγονός δανείζει τις αρχές στον νεοελληνικό διαφωτισμό.
Εκείνη την εποχή η Ευρώπη ανακαλύπτει τον φιλελευθερισμό και την ανάγκη της αυτοδιάθεσης των λαών. Οι Έλληνες της Δύσης αντιλαμβάνονται πως μόνο με την πνευματική αναγέννηση των υποδούλων θα μπορέσει να ωριμάσει η ιδέα της επανάστασης. Μέσα σε αυτά τα δεδομένα πολλοί μορφωμένοι Έλληνες συμμετείχαν στην διάδοση των ιδεών του διαφωτισμού, που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες του υπόδουλου γένους.
Όπως είναι ίσως φυσικό ο νεοελληνικός διαφωτισμός εκκινήθηκε σε περιοχές στις οποίες ήκμαζε το ελληνικό στοιχείο σε διάφορους τομείς δραστηριότητας. Τα υπάρχοντα μέσα εκπαίδευσης, δηλαδή οι σχολές, οι ακαδημίες και τα ελληνικά τυπογραφεία, βοήθησαν τις διαδικασίες της αφομοίωσης και ενδεχομένως της μετάλλαξης των ιδεών. Στις ίδιες περιοχές υπήρχε οικονομική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να γνωρίσει ιδιαίτερη άνθηση η παιδεία. Οι Έλληνες έμποροι και λόγιοι ήλθαν σε επαφή με το ευρωπαϊκό πνεύμα και μεταφράστηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα στην Ελληνική τα έργα του Λοκ, του Καρτέσιου, του Ρουσό, του Λάιμπνιτς και του Βολταίρου.
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, όπως και ο δυτικοευρωπαϊκός, εναντιώνεται στο πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής του. Ζητά παιδεία για όλους και απαλλαγή του ανθρώπου από την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία. Παρουσιάζει ωστόσο όμως δυο σημαντικές διαφορές. Ως ιδεολογικό ρεύμα απευθύνθηκε σε υπόδουλους και συνεπώς το κύριο αίτημά του υπήρξε η απελευθέρωση του Έθνους. Στην παιδεία εναπόθεσαν οι Έλληνες –ιδιαίτερα ο Κοραής- ένα μεγάλο μέρος των ελπίδων τους για απελευθέρωση4. Από την άλλη, η παραγωγή της ιδεολογίας του ελληνικού διαφωτισμού φαίνεται πως υπήρξε έργο μεμονωμένων προσωπικοτήτων, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Παράγοντες της διαφωτιστικής προσπάθειας

Η περίοδος του νεοελληνικού διαφωτισμού διακρίνεται για την ενεργοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, διανοουμένων, εμπόρων, κληρικών, κ.ά., προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας της παιδείας, πιθανώς εξαιτίας της ουσιαστικής βελτίωσης των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών των υπόδουλων Ελλήνων. Οι Έλληνες ομογενείς των οργανωμένων παροικιών της Ευρώπης έγιναν η αιχμή του δόρατος στη διαφωτιστική προσπάθεια, χρηματοδοτώντας σχολεία και εκδόσεις βιβλίων, χορηγώντας ικανά χρηματικά ποσά για σπουδές στο εξωτερικό και γενόμενοι φορείς εκπαιδευτικής ανανέωσης. Στην Ελλάδα οι έμποροι και οι καπεταναίοι φέρνουν την πεποίθηση ότι η παιδεία μπορεί να γίνει φορέας καλύτερης και ελεύθερης ζωής, ενώ παράλληλα αναζητούν νέους διδάσκαλους για την εκπαίδευση των παιδιών τους10.
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης υπήρξε ύφεση στην παιδεία και την εκπαίδευση οι οποίες περιορίστηκαν κυρίως σε θέματα σχετικά με τη θρησκεία, τη θεολογία και τη Λειτουργική. Κατά τον Δημαρά αυτό επέφερε μια μοιρολατρική στάση απέναντι στον κατακτητή και συντηρούσε ακόμη και στα κατώτερα στρώματα του λαού την καχυποψία και την εχθρότητα προς τη Δύση και σε κάθε τι δυτικότροπο, όπως επίσης και έναντι σε κάθε τι «ελληνικό»11.
Το βάρος του εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης και του διανοητικού βίου ανέλαβαν οι έλληνες λόγιοι της περιόδου μέσω της στροφής προς την κλασική αρχαιότητα αλλά και της επαφής με τον στοχασμό, τις ανακαλύψεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα της δυτικής Ευρώπης. Έτσι, η στροφή της νεοελληνικής σκέψης προς τα αρχαία κείμενα υπήρξε το μέσο για την εθνική αυτοσυνειδησία, ενώ η «μετακένωση», σύμφωνα με τον Αδαμάντιο Κοραή, των επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής σκέψης και επιστήμης στην ελληνική Ανατολή αναπροσανατόλισε το περιεχόμενο και τους στόχους της ελληνικής εκπαίδευσης12. Μεγάλη συμβολή στην παιδεία του έθνους είχαν και οι ιατροί που επέστρεφαν στην Ελλάδα μετά από τις σπουδές τους στην Ευρώπη. Όπως εξηγεί ο Γούδας, λόγω του επαγγέλματός τους έρχονταν σε επαφή με όλον τον πληθυσμό ενώ λόγω της επιρροής που είχαν στους Τούρκους προστάτευαν και άλλους διδάσκοντες. Πολλοί άφησαν την ιατρική και ασχολήθηκαν με τη συγγραφή και διδασκαλία άλλων αντικειμένων.[4]
Για την απαλλαγή από το παραδοσιακό θρησκευτικό πνεύμα της εκπαίδευσης και της στροφής σε πιο εκκοσμικευμένα προγράμματα διδασκαλίας με την εισαγωγή της αρχαίας ελληνικής παιδείας έγιναν προσπάθειες και από τον χώρο της Εκκλησίας. Ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης (στις αρχές του 17ου αιώνα οργάνωσε την εκπαίδευση σε νέες βάσεις. Η ανασυγκρότηση της Πατριαρχικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης, με την εισαγωγή της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας στα προγράμματα σπουδών, η ίδρυση τυπογραφείου, η μετάφραση της Καινής Διαθήκης σε απλούστερη γλώσσα για να γίνεται κατανοητή απ' όλους και οι συνεχείς εγκύκλιοί του ήταν ορισμένες από τις εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες του13.
Αποτέλεσμα της ως άνω ενεργοποίησης ήταν η ποσοτική και ποιοτική αύξηση των ελληνικών σχολείων. Πολλοί δάσκαλοι εισήγαγαν νέες μεθόδους διδασκαλίας και δίδαξαν τις νέες ανακαλύψεις της επιστήμης, ενώ άλλοι μετέφρασαν βιβλία στην Ελληνική με παρόμοιο περιεχόμενο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κωνσταντίνου Κούμα, ο οποίος μετέφρασε γαλλικά βιβλία μαθηματικών και φυσικής. Την περίοδο 1809 - 1812 δίδαξε στο φημισμένο στην εποχή του Φιλολογικό γυμνάσιο Σμύρνης, όπου παρέδιδε δημόσια μαθήματα φυσικής και χημείας με πειράματα σε πλήθος κόσμου.

Η ελληνική εκδοχή των ιδεών του διαφωτισμού

Η εισαγωγή στην ελληνική εκπαίδευση επιστημονικών γνώσεων και μεθόδων αντικατόπτριζε ακριβώς τις αλλαγές στο διανοητικό πεδίο και φανέρωνε την αυτονόμηση σε μεγάλο βαθμό της ελληνικής σκέψης από την ζωντανή χριστιανική παράδοση.
Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές δεν έγιναν εύκολα, ούτε διέθεταν γενικό χαρακτήρα. Οι παραδοσιακές πρακτικές και προσανατολισμοί της εκπαίδευσης έδειξαν εξαιρετικές αντοχές στις προσπάθειες αντικατάστασής τους και ασφαλώς η αντίδραση των φορέων τους ήταν έντονη. Οι περιπέτειες πολλών ελλήνων Διαφωτιστών σε ελληνικά σχολεία της εποχής είναι τα τεκμήρια της επώδυνης προσπάθειας των Ελλήνων λογίων για τον αναπροσανατολισμό της εκπαίδευσης14. Η αντίδραση αυτή οφειλόταν κυρίως στην μακρά ελληνική παράδοση, από την αρχαιότητα διαμέσου των ρωμαϊκών χρόνων, που διατηρήθηκε επί της ουσίας καθόλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ενισχυόταν από την δικαιολογημένη ιστορικά μακραίωνη καχυποψία της Ανατολικής Εκκλησίας προς τη Δύση.
Η Εκκλησία συσπείρωνε κάτω από την σκέπη της όλους τους ορθόδοξους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποτελούσε τον επίσημο συλλογικό φορέα τους απέναντι στην οθωμανική εξουσία. Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα όταν σταδιακά στην Ελλάδα τα κοινωνικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά δεδομένα άρχισαν αλλάζουν ποιοτικά και ποσοτικά και διοχετεύθηκαν στον χώρο τα κηρύγματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, η επίσημη Εκκλησία στην εισαγωγή των νέων αυτών ιδεών,στάθηκε επιφυλακτική ή ακόμη και αρνητική. Έτσι ερμηνεύεται πιθανώς και η καταδίκη του Ρήγα Βελεστινλή από τις εκκλησιαστικές αρχές, ακόμη και μετά θάνατον15.
Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Ρήγας Βελεστινλής συνέταξε χάρτες, έκδωσε προκηρύξεις και οργάνωσε τη μυστική επαναστατική του δράση. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό16, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες του διαφωτισμού που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της Χάρτας17, ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ., που αποτελείτο από επί μέρους τμήματα. Λίγα χρόνια αργότερα, το έργο της προετοιμασίας των υπόδουλων ανέλαβε η Φιλική Εταιρεία, που κατόρθωσε να οργανώσει τους Έλληνες προς τον στόχο της εθνικής απελευθέρωσης.
Στις πρώτες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα, περίοδο κορύφωσης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι πνευματικές εκδηλώσεις ήταν σε μεγάλη έξαρση, εξαιτίας της εμφάνισης μεγάλων μορφών των γραμμάτων, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Άνθιμος Γαζής, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, ο Θεόφιλος Καΐρης και άλλοι.
Παρ' όλες τις προσδοκίες, η φιλελεύθερη πολιτική που ενστερνιζόταν ο διαφωτισμός, δεν ήταν η τελική πολιτική επιλογή που επιβλήθηκε από τις προστάτιδες δυνάμεις και οι περισσότεροι από τους λόγιους εκπροσώπους του είτε απομακρύνθηκαν από τις σχολές που δίδασκαν (Γρηγόριος Κωνσταντάς) είτε είδαν τα βιβλία τους να καίγονται δημόσια (Κοραής). Οι περιπτώσεις των θρησκευτικών διώξεων του Θεόφιλου Καΐρη, του Ανδρέα Λασκαράτου και του ποιητή Παναγιώτη Συνοδινού, που έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από το κοινωνικό σώμα, συνιστούν τεκμήρια του ασυμβίβαστου με την ελληνική παράδοση πνεύματος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και επιβεβαίωσαν το χάσμα μεταξύ της ελληνικής και της ευρωπαϊκής παράδοσης.

Πηγή: wikipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου