«Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη»

Π. Νερούντα

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Η Αγνή Σιούλα μιλάει για το βιβλίο της

Η Αγνή Σιούλα μιλά στο AATC για το "Έρχονται με την ομίχλη"

Η Αγνή Σιούλα κέρδισε τις εντυπώσεις με το πρώτο της βιβλίο "Ερχονται με την ομίχλη". Είναι εμπνευένο απο το δημοτικό ποιήμα "Του νεκρού αδελφού" και θα το βρείτε στα βιβλιοπωλεία της χώρας απο τις εκδόσεις Πατάκη.
Η Νικολέτα Κατσιούλη μίλησε για το βιβλίο με τη συγγραφέα:

-Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσεις να γράφεις;
Η συγγραφή υπήρχε πάντα στη ζωή μου, μιας και έγραφα από παιδί. Μικρές ιστορίες, βέβαια. Και πέρα από τις μικρές ιστορίες, συχνά σκάρωνα μεγαλύτερες που θα μπορούσα να υλοποιήσω, αν καθόμουν να γράψω με συστηματικό τρόπο. Οπότε ίσως μπορώ να πω ότι, το έναυσμα ήταν η ανακάλυψη από μέρους μου αυτού του συστηματικού τρόπου εργασίας που μου χάρισε την αυτοπεποίθηση ότι μπορώ να γράψω και να ολοκληρώσω ένα μεγάλο μυθιστόρημα.
-Πες μας κάποια πράγματα για το πρώτο σου βιβλίο. Πώς γεννήθηκε η ιδέα;
Ξαφνικά, θα έλεγα. Διάβαζα την παραλογή «του νεκρού αδερφού» και η αρχή της ιστορίας του «Έρχονται με την ομίχλη» ήρθε αβίαστα στο μυαλό μου.

-Σε επηρέασε καθόλου η προσωπική σου ζωή, κάποιο βίωμα, κάποιο πρόσωπο;
Ναι. Λογικό δεν είναι; Γράφω βάσει των εμπειριών μου -όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι, αλλά δανείζομαι και κάποιες από τις εμπειρίες ή τις ιστορίες των γύρω μου, όπως αυτή της περιγραφής της ‘γιαγιάς Αρετής’ που στην ουσία είναι η ιστορία της μητέρας μιας καλής μου φίλης, της Δέσποινας. Υπάρχουν αρκετές τέτοιες μικρές ιστορίες μέσα στο μυθιστόρημα, αλλά όλες τους τις αποτύπωσα με τη συναίνεση αυτών που μου τις διηγήθηκαν. Από εκεί και πέρα η μυθοπλασία και το φανταστικό λειτούργησαν για μένα σαν το καλύτερο περιβάλλον ανάπτυξης όσων ήθελα να πω ευθέως, αλλά κι όσων ήθελα να υπονοήσω.
-Τι σημαίνει για σένα έμπνευση;
Δεν θα σου δώσω αυθαίρετους ορισμούς. Προτιμώ να σου μιλήσω για τα συναισθήματα που μου εγείρει. Τη νιώθω σαν μια ευχάριστη αγωνία, ένα σφίξιμο στο στομάχι που μοιάζει με τον πιο άδολο και αγνό έρωτα, έτσι όπως είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δημιουργικότητα που βιώνεις εκείνο τον καιρό που η έμπνευση σε συντροφεύει. Κι άλλες φορές με γεμίζει με ένα είδος πληρότητας που μοιάζει με την ευτυχία. Τότε νιώθω τέτοια ευγνωμοσύνη, που γίνομαι καλύτερος άνθρωπος και περισσότερο δοτική στους γύρω μου.

-Πότε αποφάσισες ότι θέλεις να αρχίσεις να γράφεις;
Σε πολύ μικρή ηλικία, περίπου στα οκτώ μου, άρχισα να σκαρώνω παραμύθια και να τα διηγούμαι στη γιαγιά, τους γονείς και στα αδέρφια μου. Τις μεγάλες ιστορίες όμως, αυτές που θα μπορούσαν να γίνουν μυθιστορήματα, ξεκίνησα να τις γράφω από την εποχή της εφηβείας μου, αλλά ποτέ δεν τις ολοκλήρωνα. Μέχρι που η κόρη μου όταν άρχισα να γράφω το ‘Έρχονται με την ομίχλη’ με πίεσε για τη συνέχεια, θέλοντας να διαβάσει την ιστορία ως το τέλος. Κάπου στη μέση της συγγραφής του βιβλίου απέκτησα την αυτοπεποίθηση ότι μπορώ και θέλω να το τελειώσω.
-Πότε σκέφτηκες για πρώτη φορά να προσπαθήσεις να εκδόσεις τις ιστορίες σου;
Όταν κατάλαβα ότι θα καταφέρω να ολοκληρώσω το Έρχονται με την ομίχλη. Κάπου στον τρίτο μήνα, δηλαδή της συγγραφής του. Και ξέρεις στάθηκα πολύ τυχερή, γιατί όταν άρχισα να στέλνω το εκτυπωμένο κείμενο σε διάφορους εκδότες, βρήκα άμεση ανταπόκριση από την Έλενα Πατάκη που από εκεί και πέρα πίστεψε στο βιβλίο και με βοήθησε πολύ.
-Ο τίτλος του βιβλίου σου ήταν αρχική επιλογή ή τον βρήκες αφού ολοκλήρωσες το γράψιμο;
Τελείωσα το ‘Έρχονται με την ομίχλη’ και δεν είχα καταλήξει ακόμη σε κάποιον τίτλο, ενώ στο μυαλό μου στριφογύριζαν πολλοί. Όταν έγραψα όμως την πρώτη εκδοχή της περίληψης του οπισθόφυλλου και την έκλεισα με τη φράση ‘…αυτούς που παραμονεύουν στο σκοτάδι κι έρχονται με την ομίχλη…’ διαπίστωσα ότι λειτουργώντας υποσυνείδητα είχα βαφτίσει το βιβλίο.
-Το τέλος το ήξερες από την αρχή ή σε οδήγησε η ιστορία;
Ήξερα τι ήθελα να κάνω με τον Κωνσταντίνο και την Ηλέκτρα. Όλα τα υπόλοιπα προέκυψαν σιγά σιγά. Τις περισσότερες φορές μάλιστα η συνέχεια μού ερχόταν τόσο αβίαστα που έμοιαζε περισσότερο σαν να διαβάζω την ιστορία παρά να τη γράφω. Όπως για παράδειγμα στην αρχή, τότε που έψαχνα ένα ρωσικό ανδρικό όνομα με ιδιαίτερη σημασία. Σκέφτηκα το ‘Βλαδίμηρος’ και ψάχνοντας να βρω τι σημαίνει, εξεπλάγην από το πόσο τυχερή είχα φανεί όταν το διάλεξα.
-Πιστεύεις δηλαδή ότι οι ήρωες σου έχουν 'ψυχή" και οδηγούν την ιστορία με τις αποφάσεις και τις επιλογές τους, ή θεωρείς ότι είσαι σε θέση οποιαδήποτε ώρα να διαμορφώσεις τις "ζωές" τους;
Δεν ξέρω αν μπορώ να το ονομάσω ‘ψυχή’ ή ‘χαρακτήρα’. Αυτό που διαπίστωσα πάντως ήταν ότι, κάποια στιγμή που κόλλησα και δεν μπορούσα να γράψω για περισσότερο από μια εβδομάδα, ήταν γιατί έβαλα έναν ήρωα να κάνει και να λέει πράγματα που δεν του ταίριαζαν και ήταν αντίθετα με την εικόνα που είχα αρχικά στο μυαλό μου γι’ αυτόν και με τα όσα ήδη ήταν ‘αυτός’ μέσα στο βιβλίο. Όταν το διόρθωσα, όλα κύλησαν ομαλά. Ναι, έμοιαζε σαν να διαμαρτύρεται! Ωστόσο, αυτό που μου συνέβη ήταν κάτι που πολλά βιβλία του είδους «how to write» το αναφέρουν. Πρέπει ο συγγραφέας να ακολουθεί με σεβασμό και συνέπεια το ήθος των ηρώων που έχει πλάσει και τότε αυτοί εξελίσσονται με την ίδια συνέπεια μέσα στην ιστορία.
-Έχεις ένα συγκεκριμένο στυλ γραφής;
Νομίζω πως ναι. Μου αρέσει να γράφω στο πρώτο πρόσωπο με αφηγητή ή αφηγήτρια τον βασικό ήρωα / ηρωίδα. Αυτό έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, ότι ταυτίζομαι με τον ήρωα / ηρωίδα, υιοθετώ τον χαρακτήρα του και ελπίζω ότι καταλήγω σε πιο αληθινά πρόσωπα με τα οποία μπορεί να ταυτιστεί και ο αναγνώστης. Υπάρχει βέβαια κι ένα βασικό μειονέκτημα σ’ αυτό το στυλ της γραφής που προσπαθώ όχι απλώς να το έχω διαρκώς υπόψη μου αλλά να το μετουσιώνω ως κάτι που λειτουργεί υπέρ της εξέλιξης. Μιλάω για το γεγονός ότι όλα κατατίθενται βάσει της προσωπικής αντίληψης και θεώρησης των πραγμάτων του ήρωα, οπότε είναι a priori υποκειμενικά. Έτσι το χρησιμοποιώ στην πλοκή ως βάση παρεξηγήσεων, λανθασμένων αποφάσεων ή ως αιτιολογία για την ‘ενδεχόμενη άγνοια’ του ήρωα για κάποια πράγματα που συμβαίνουν γύρω του και συνεισφέρουν στην πλοκή. Αλλά και με τους δευτερεύοντες ήρωες προσπάθησα να μπω όσο το δυνατόν περισσότερο στη ‘θέση’ τους ώστε το πλεονέκτημα της ‘εμπάθειας’ να λειτουργήσει αποτελεσματικά.
-Ποιος από τους χαρακτήρες σου είναι ο αγαπημένος σου;
Όλους τους αγαπώ, αλλά έχω μια μεγαλύτερη αδυναμία στον Κωνσταντίνο, ως τραγική και αρχετυπική φιγούρα. Ξέρεις, αυτός που έχει υποφέρει πολύ, που τα έχει χάσει όλα και συνεχίζει να βασανίζεται από το βάρος της τεράστιας γνώσης και επίγνωσης των πραγμάτων, αλλά και της αδυναμίας του – λόγω της θέσης του – να βοηθήσει τους υπόλοιπους. Αλλά αν εννοείς ποιος μου μοιάζει, θα σου πω ότι κάποια γνωρίσματα της Αρετής όπως η αριστεροχειρία της ή η έλλειψη καλού συντονισμού στις κινήσεις της, ή ακόμη και οι ήρεμες και συνεσταλμένες αντιδράσεις της είναι και δικά μου γνωρίσματα. Αλλά περισσότερο μοιάζω στη Μαριάνθη· που έχει πολλά στοιχεία του χαρακτήρα μου. Όπως ο τρόπος που εκδηλώνει την προστατευτικότητα και την αδυναμία της για το παιδί της, ή οι απόψεις της και η αγάπη που τρέφει για τους νέους που την κάνουν να θέλει να τη βλέπουν και να της συμπεριφέρνονται με μεγαλύτερη οικειότητα.
-Ποιο θεωρείς πως ήταν το πιο δύσκολο μέρος για να το γράψεις στο «Έρχονται με την ομίχλη »;
Η περιγραφή των συναισθημάτων του Κωνσταντίνου για τον απελπισμένο και ανεκπλήρωτο έρωτά του, του ηθικού του βάρους μέσα στην ιστορία καθώς η ιστορία του Φύλακα / μηχανοδηγού με την ανεκπλήρωτη ζωή που τον διεκδικεί και των νεκρών στρατιωτών που είχε εγκλωβίσει μαζί του στο Ονειρικό Πεδίο.
-Στο βιβλίο υπάρχει το βασικό δίπολο της μάχης ανάμεσα στο καλό και το κακό. Τι είναι για σένα το κακό, πώς το αντιλαμβάνεσαι;
Το κακό υπάρχει γύρω μας. Δεν χρειάζεται να είναι μεταφυσικό κακό όπως στο βιβλίο, ας το δούμε μεταφορικά. Και ούτε είναι μια συνθήκη που θέλει να μας καταστρέψει. Αντιθέτως, μας χρειάζεται εκεί ζωντανούς, για να τρέφεται από το φόβο που μας προκαλεί και τον έλεγχο που ασκεί πάνω μας. Οπότε κακό είναι αυτό που θέλει να μας υποτάξει, να μας κάνει να έχουμε το κεφάλι σκυμμένο και να ζούμε με ενοχές. Αυτό που προσπάθησα να πραγματευτώ στο βιβλίο είναι η αντιμετώπιση, η διαχείριση του φόβου. Τι κάνεις όταν μέσω του παραλυτικού τρόμου, σου αφαιρούν την ελπίδα; Πώς στυλώνεις τα πόδια και τους αντιμετωπίζεις; Θα μου επιτρέψεις να αναφέρω ένα στίχο του Γιάννη Αγγελλάκα από το «σαράβαλο»: «Η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη, αν νιώθει ότι φταίει». Αυτό είναι που μας συμβαίνει και αυτό θεωρώ την υπέρτατη εκδήλωση του «κακού» σ’ αυτό τον τόπο.
-Ήθελες μέσω του βιβλίου, δηλαδή, να περάσεις κάποια μηνύματα; Υπάρχει κάτι άλλο, εκτός από το παραπάνω;
Ναι, ήθελα ακόμη να μιλήσω για αξίες που συχνά παραγνωρίζονται από τους νέους. Όπως το ειδικό βάρος της οικογένειας. Η ηρωίδα στην αρχή του βιβλίου θεωρεί ότι δεν μπορεί να τη βοηθήσει κανείς και ότι η οικογένειά της δεν μπορεί να της συμπαρασταθεί σ’ όσα αντιμετωπίζει. Γρήγορα όμως αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Γιατί όχι απλώς γνωρίζουν τι της συμβαίνει, αλλά έχουν και τους τρόπους να τη βοηθήσουν. Ένα ακόμη θέμα που ελπίζω ότι άγγιξα είναι αυτό του αγνού και άδολου έρωτα που εξυψώνει τον άνθρωπο και τον γεμίζει δύναμη και αυτοπεποίθηση. Με ενδιέφερε όμως περισσότερο, να μιλήσω για τη φιλία και το πόσο απαραίτητη είναι στη ζωή μας. Πόσο σημαντικό είναι να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες όλοι μαζί, με ένα αίσθημα σύμπνοιας και αλληλέγγυα συμπεριφορά.
-Το βιβλίο σου έχει χαρακτηριστεί εφηβικό. Πιστεύεις ότι αφορά μόνο τους νέους ανθρώπους;
Οι βασικοί του ήρωες είναι έφηβοι. Και αυτό σαν επιλογή μου δεν ήταν τυχαίο. Θεωρώ ότι σ’ αυτούς πρέπει να εναποθέσουμε όλες μας τις ελπίδες σαν κοινωνία. Αυτούς πρέπει να ενδυναμώσουμε και να βοηθήσουμε για να ανταπεξέλθουν σ’ αυτά που εμείς, οι ενήλικες, ενδεχομένως αποτύχαμε να διαχειριστούμε. Αλλά το αν το «Έρχονται με την ομίχλη» είναι αποκλειστικά εφηβικό, νομίζω πως οι αναγνώστες μπορούν να το κρίνουν οι ίδιοι, χωρίς τις δικές μου παραινέσεις.
-Αυτή τη περίοδο γράφεις κάτι... τι άλλο να περιμένουμε από εσένα;
Ναι. Μη με ρωτήσεις όμως για τον τίτλο, γιατί δεν έχω καταλήξει ακόμη. Είναι πάλι fantasy, αν και έχει και αρκετά επικά στοιχεία. Είναι η ιστορία της 19χρονης Αλεξάνδρας που καταλήγει δέσμια του όρκου που είχαν δώσει οι πρόγονοί της πριν από αιώνες.
-Πες μας για ένα βιβλίο που δεν έχεις γράψει εσύ και θα ήθελες να το είχες γράψει.
Δεν είναι μόνο ένα, αλλά μερικές δεκάδες. Θα σου αναφέρω μόνο αυτά που μου έρχονται αυτή τη στιγμή στο μυαλό:  Εκατό χρόνια μοναξιά του Μάρκες. Ο Μάγος του Φόουλς και όλα του Μπόρχες.
-Όταν ήσουν παιδί, ποιο βιβλίο είχες αγαπήσει πολύ και ποιόν συγγραφέα;
Τον Ιούλιο Βερν και τα βιβλία του, κυρίως το «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα». Όλα τα βιβλία του Καρόλου Ντίκενς και μερικά του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Αγάπησα επίσης πολύ τις δύο από τις αδερφές Μπροντέ… Διάβασα πολλές φορές το Jane Eyre της Σάρλοτ Μπροντέ, ή το Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλυ. Ενώ στα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, λάτρευα και διάβαζα μανιωδώς Γεώργιο Θεοτοκά, κυρίως την Αργώ και από ποιητές : τους Παλαμά, Σεφέρη, Καβάφη, Καρυωτάκη, Πολυδούρη και λίγο αργότερα ανακάλυψα τον Καββαδία.
-Ποιο είναι το αγαπημένο σου ρητό;
Δεν ξέρω αν έχω κάποιο αγαπημένο. Αλλά υπάρχει ένα γαλλικό ρητό που τελευταία μου έρχεται συχνά στο νου με όλα αυτά τα έκτροπα που βλέπω γύρω μου να συμβαίνουν, ειδικά όταν προέρχονται από δημόσια πρόσωπα ή πολιτικούς που θα έπρεπε να δίνουν το καλό παράδειγμα. Ίσως να είναι της Françoise Sagan που το αναφέρει σε ένα από τα γραπτά της ή να αποτελεί δημιούργημα της σοφίας του λαού. Λέει: Η κουλτούρα είναι σαν τη μαρμελάδα: Όση λιγότερη έχεις, τόσο πιο πολύ την απλώνεις. (La culture, c’est comme la confiture, moins on en a, plus on l’étale).
-Τι είναι αυτό που σε γεμίζει και σε βοηθάει να συνεχίσεις το γράψιμο;
Η αγάπη και η συμπαράσταση του συζύγου μου, που σ’ αυτή μου την προσπάθεια έδειξε άπειρη υπομονή και στάθηκε δίπλα μου μην επιτρέποντας στην πολύωρη απομόνωσή μου να με αποξενώσει από τον ίδιο και τα παιδιά.
-Ποιο στοιχείο του χαρακτήρα σου δυσκολεύει τη γραφή σου;
Η κοινωνικότητά μου και ίσως αν μου επιτρέπεται αυτή η έκφραση η «δοτικότητά μου». Εννοώ μ’ αυτό, ότι προτιμώ να ζω τη ζωή μου με τους ανθρώπους που αγαπάω κι όχι κλεισμένη σ’ ένα δωμάτιο να γράφω με τις ώρες και να αισθάνομαι ότι παραμελώ τους αγαπημένους μου. Οπότε, η ανοχή της οικογένειάς μου και η κατανόηση που έδειξαν έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην ψυχολογία μου. Δεν ξέρω αν θα συνέχιζα να γράφω, αν για κάποιο λόγο δεν θα υπήρχαν αυτές οι συνθήκες γύρω μου.
-Στην Ελλάδα οι συγγραφείς δεν ζουν συνήθως από τα βιβλία τους. Εσύ ασχολείσαι και με κάτι άλλο επαγγελματικά;
Ναι, είμαι βιβλιοθηκονόμος σε ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη. Σ’ αυτό το θέμα στάθηκα ιδιαίτερα τυχερή, γιατί ασχολούμαι με νέους και παράλληλα με βιβλία.
-Πιστεύεις ότι δίνονται ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους στη χώρα μας να αναδείξουν το ταλέντο τους;
Όχι, ιδιαίτερα. Φαντάζομαι ότι τα πράγματα λειτουργούν λίγο πιο υποτονικά από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες. Τίποτα δεν σου χαρίζεται. Πρέπει να δουλέψεις σκληρά και έπειτα να πασχίσεις για να σε προσέξουν. Εν ολίγοις, ένας συγγραφέας στην Ελλάδα του ‘σήμερα’ οφείλει να γίνεται, κατά περίπτωση, μάνατζερ του εαυτού του και ειδικός του μάρκετινγκ για τα έργα του.
-Ποιο πιστεύεις ότι είναι το μέλλον της λογοτεχνίας στην Ελλάδα αλλά και του ίδιου του βιβλίου; Θεωρείς ότι η οικονομική κρίση έχει πλήξει το βιβλίο;
Σαφώς και το ελληνικό βιβλίο έχει πληγεί. Από την οικονομική κρίση, αλλά και από τις ανεξέλεγκτες πολιτικές αποφάσεις που κατά καιρούς επιβάλλονται ή γίνεται προσπάθεια να επιβληθούν. Οι συγγραφείς είναι κι αυτοί έρμαιοι άδικων και σκληρών αποφάσεων, όπως και κάθε Έλληνας. Έτσι πιστεύω ότι, το ελληνικό βιβλίο εκδίδεται και θα εκδίδεται υπό το καθεστώς μεγάλης αβεβαιότητας για αρκετά χρόνια ακόμη.
-Έχεις να δώσεις κάποια συμβουλή στους νέους επίδοξους συγγραφείς;
Ναι, να εργάζονται πολύ και να μην πτοούνται από τίποτα. Άλλωστε ζούμε σε συνθήκες μεγάλης οικονομικής αβεβαιότητας, με τους εκδοτικούς οίκους να προσπαθούν να επιβιώσουν και να μην κλείσουν, οπότε είναι πιθανό να δεχτούν πολλές απορρίψεις. Παρόλα αυτά οι εν δυνάμει συγγραφείς πρέπει να επιμένουν και να δουλεύουν πολύ τα κείμενά τους. Και κυρίως να έχουν στο μυαλό τους ότι: «Θα τα καταφέρουν, εφόσον το θέλουν και δουλεύουν πολύ».


Μίλησε στη Νικολέτα Κατσιούλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου