«Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη»

Π. Νερούντα

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Λ. ΛΥΚΟΥ: Η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία

Ο ρόλος των γυναικών στη Βυζαντινή κοινωνία και στο Παλάτι της Κωνσταντινούπολης τον 11ο αιώνα μέσα από τα κείμενα του Μιχαήλ Ψελλού.
1. Ρόλος της βυζαντινής γυναίκας
Για να κατανοήσομε τη θέση της γυναίκας στο Βυζάντιο, πρέπει πρώτα από όλα να δεχτούμε ότι στη χιλιόχρονη πορεία του η κοινωνία υπέστη πολλές αλλαγές. Το Βυζάντιο ξεκινώντας σαν ανατολικό κομμάτι της ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ολοκληρώθηκε σαν ελληνική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, δεχόμενο αλλαγές τόσο την πολιτική του ιδεολογία όσο και στο χαρακτήρα του.
Οι αλλαγές αυτές επηρέασαν και τη θέση της γυναίκας μιας και η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ένα μωσαϊκό πληθυσμών από τη δύση ως την ανατολή.
Σπουδαίο ρόλο εκτός της ελληνικής παιδείας και της ρωμαϊκής νομοθεσίας έπαιξε και ο χριστιανισμός, που οδήγησε στη Βυζαντινή νομοθεσία και η οποία αναφέρει τη γυναίκα ισότιμη του άνδρα και της δίνει πρωταρχικό ρόλο μέσα στην οικογένεια αλλά με πρωταγωνιστή και κυρίαρχο πάντα τον άνδρα (πατέρα ή σύζυγο).
Τα στοιχεία βέβαια για τη βυζαντινή είναι λίγα γιατί η κοινωνία είναι ανδροκρατούμενη και οι συγγραφείς αναφέρονται σ’ αυτές παρεμπιπτόντως, εκτός εάν κάποια από αυτές έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην κοινωνία ή την πολιτική.
Βέβαια παρόλο τον αποφασιστικό της ρόλο στην οικογένεια, η θέση της παραμένει κατώτερη του άντρα. Η γέννηση κοριτσιού δεν έφερνε χαρά στους γονείς και αν δεν εγκαταλειπόταν μικρό είχε δύο επιλογές, το γάμο ή το μοναστήρι. Ακόμα και μετά το θάνατο του συζύγου ή λόγω άλλης συμφοράς η υποχρέωση της γυναίκας για μοναστικό βίο ήταν δεδομένη.
Η γυναίκα επίσης, απολαμβάνοντας δικαιότερη μεταχείριση από παλιότερα, είχε το δικαίωμα να ζητήσει διαζύγιο για διαφόρους λόγους όπως μοιχεία, παραφροσύνη, μη εκτέλεσης συζυγικών καθηκόντων ή συνωμοσίας του συζύγου εναντίον του αυτοκράτορα κ.α.
Επιτρεπόταν δύο γάμοι και με ειδικές προϋποθέσεις ο 3ος αλλά ρητά απαγορευόταν ο 4ος γάμος.
2. Ασχολίες της βυζαντινής γυναίκας
Το γνέσιμο και η ύφανση ήταν οι κυριότερες ασχολίες της βυζαντινής γυναίκας σε οποιαδήποτε τάξη και αν ανήκε, (ανώτερη, μεσαία ή κατώτερη) είτε γινόταν για λόγους οικονομικούς, ικανοποιώντας τις ανάγκες του νοικοκυριού, είτε γιατί αυτές θεωρούνταν κατάλληλες ασχολίες για τη γυναίκα ακόμη και αν ανήκε στη βασιλική οικογένεια. Οι δραστηριότητες αυτές είχαν επεκταθεί και στα μοναστήρια.
Στον 11ο αιώνα, κατά τον Μιχαήλ Ψελλό, υπήρχε συντεχνία υφαντριών-πλεκτριών που έπαιρνε μέρος στο πανηγύρι της Αγάθης που γινόταν στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις γυναικών που ασχολούνταν με διάφορα επαγγέλματα, (ιατρού, ιατρομαίας, μαίας, καλλιγράφισσας, πλοιοκτήτριας ή ναυλώτριας εμπορικού πλοίου).
Μετά τον 11ο αιώνα βλέπομε την παρουσία της γυναίκας στο λιανικό εμπόριο. Δεν έχομε βέβαια πολλές πληροφορίες για τις γυναίκες στον αγροτικό τομέα.
Ενώ ο χριστιανισμός έδωσε την ισοτιμία της γυναίκας με τον άντρα, οι αντιλήψεις των Πατέρων της Εκκλησίας καθόρισαν τη θέση της στο γυναικωνίτη, περιορίζοντάς την μόνο στις οικιακές ασχολίες, απομακρύνοντάς την από το άλλο φύλο εκτός των συγγενών και όσων επέτρεπε ο πατέρας ή ο σύζυγος. Οι περιορισμοί αυτοί ίσχυαν ανεξαιρέτως για τις γυναίκες όλων των τάξεων.
3. Δικαιώματα
Μετά τον 11ο αιώνα μειώνεται η απομόνωση στο γυναικωνίτη και η γυναίκα της αριστοκρατίας είναι κάτοχος σημαντικού τμήματος της ιδιοκτησίας με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση της ευγενούς καταγωγής στους απογόνους της.
Από το 12ο έως το 14ο αιώνα η γυναίκα της αριστοκρατίας απολαμβάνει ελευθερία μέσα και έξω από το παλάτι. Εάν δε η μητέρα ήταν επιφανέστερη του συζύγου, κληρονομεί το δικό της όνομα στα παιδιά της.
Βέβαια, σε ορισμένα πολιτικά ή θρησκευτικά γεγονότα και η ανώνυμη γυναίκα παίρνει μέρος δυναμικά και διεκδικεί την αποκατάσταση κάποιων αδικιών που έγιναν σε βάρος των αγαπημένων της αυτοκρατορισσών.
4. Μόρφωση
«Η συμμετοχή των γυναικών στις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες της αυτοκρατορίας είναι έμμεσα συνδεδεμένες με το ποσοστό της μόρφωσής τους»[1]
Στην κατώτερη και μεσαία τάξη, η στοιχειώδης διδασκαλία αρχίζει από το 6ο έτος της ηλικίας τους, διαρκεί τρία χρόνια και γίνεται στο σπίτι, σε σχολεία για κορίτσια ή και μικτά, ή ακόμα και σε γυναικεία μοναστήρια. Εκεί μαθαίνουν ανάγνωση, γραφή, την ιερά ιστορία, αριθμητική και ωδική.
Οι γυναίκες δε έπρεπε να διαβάζουν μόνο εκκλησιαστικά έργα. Μόνο αν ανήκαν στην αριστοκρατία και πάλι όχι όλες, είχαν τη δυνατότητα για ευρύτερη μόρφωση, για αυτό και στον κατάλογο των βυζαντινών συγγραφέων ή υμνογράφων σπανίως συναντάμε κάποια γυναικεία ονόματα.
Στα τέλη του 11ου αιώνα, οι μορφωμένες γυναίκες αντιμετωπίζονται καλύτερα. Επειδή το μεγαλύτερο ποσοστό των γυναικών, όλων των τάξεων, ήταν αναλφάβητο, υπέγραφαν οι άντρες για λογαριασμό τους.
Το μορφωτικό επίπεδο των γυναικών πέφτει ακόμα χαμηλότερα στον τελευταίο αιώνα του Βυζαντίου καθώς η αυτοκρατορία βρίσκεται σε γενικότερη παρακμή.
«Ο Κύριλλος Mango έχει υποστηρίξει ότι ο αντιφεμινισμός ήταν βασικό δόγμα στη βυζαντινή σκέψη τουλάχιστον μέχρι το 12ο αιώνα»[2]
Για τους βυζαντινούς, ο ρόλος της γυναίκας ήταν η απομόνωση και ο περιορισμός στο σπίτι, με αποκλειστική ασχολία το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών της, συνειδητοποιώντας έτσι την κατωτερότητά της.
΄Όλες οι νομοθεσίες βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής της χωρίς ποτέ να την εξισώσουν με τον άντρα. Αυτή βέβαια η αντίληψη χάνει αρκετή από τη δύναμή της μετά τον 11ο αιώνα και πρέπει να πούμε ότι η αυτοκράτειρα διέφερε από τις υπόλοιπες γυναίκες όπως ο αυτοκράτορας από τους άνδρες, διότι θεωρούνταν οι εκπρόσωποι του Θεού στη γη.
Σύμφωνα με τον Κάρολο Ντόιλ «ελάχιστα κράτη άφησαν στη γυναίκα περισσότερη θέση, της έδωσαν σημαντικότερο ρόλο, της εξασφάλισαν πλατύτερη επιρροή στα ζητήματα της πολιτικής και στα κρατικά πεπρωμένα, από τη βυζαντινή αυτοκρατορία».[3]
5. Γυναίκα και εξουσία
Κάποιες γυναίκες βέβαια, ξεπερνούσαν αυτές τις ιδεολογικές και πρακτικές απαγορεύσεις και σε ξεχωριστές περιπτώσεις διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του βυζαντινού κράτους και έβαλαν τη σφραγίδα τους σε σημαντικές περιόδους της βυζαντινής αυτοκρατορίας όπως η Ειρήνη η Αθηναία, η Θεοδώρα, σύζυγος του Θεόφιλου, η Ζωή και η Θεοδώρα οι Πορφυρογέννητες κ.α.
Με τις δύο τελευταίες θα ασχοληθούμε περαιτέρω.
Β. Αυτοκράτειρες στο Βυζάντιο
Μελετώντας τη βυζαντινή ιστορία βλέπουμε ότι σε κάθε αιώνα ο μελετητής αναγκάζεται να σταματήσει μπροστά σε μία γυναικεία μορφή που υπερέχει με τη λάμψη της και την επιβολή της έναντι ακόμα και ισχυρών αντρικών φυσιογνωμιών και αυτή η μορφή είναι πάντα μία αυτοκρατόρισσα.
Συνήθως οι αυτοκράτειρες ανέβαιναν στην εξουσία ως αντιβασίλισσες των υιών τους μέχρι την ενηλικίωσή τους στα δεκαέξι τους χρόνια. Ακόμα και οι συγκυβερνούσες αντιβασίλισσες αναγνωρίζονταν επίσημα με αρκετά αξιώματα. ΄Ήταν δε γνωστές με διαφόρους τίτλους όπως: Αυγούστα, βασίλισσα και δέσποινα ενώ κάποιες όπως η χρησιμοποιούσαν το τίτλο του βασιλέα (Ειρήνη)ή του αυτοκράτορα (Ζωή και Θεοδώρα).
Ελλείψει δε αυτοκράτορα η ίδια η αυτοκράτειρα μπορούσε να μεταβιβάσει το θρόνο σε ένα νέο κάτοχο.
Βλέπομε λοιπόν να έχει τις ίδιες αρμοδιότητες με τον αυτοκράτορα αλλά είχαν δύο αδυναμίες, να ηγηθούν του στρατού και της εκκλησίας.
Οι αυτοκράτειρες μπορούσαν να ελέγχουν πολύ πλούτο και ήταν γενναιόδωρες προς τον Πατριάρχη, τη Σύγκλητο και τον Κλήρο. Είχαν μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις, δικές τους σφραγίδες, ορισμένες φορές έκοβαν νομίσματα με τις ίδιες στην μία πλευρά και για να δείξουν την ευσέβειά τους ίδρυαν εκκλησίες, μοναστικά ιδρύματα και φιλόπτωχα ταμεία.
Βέβαια οι ιστορικές πηγές, πάντα ανδροκρατούμενες όπως γνωρίζουμε, εκφράζουν εχθρότητα και έκπληξη και μόνο στην ιδέα ότι μια γυναίκα εξουσιάζει την αυτοκρατορία. Δύο αυτοκράτειρες προήλθαν από τη Σκηνή (Θεοδώρα, σύζυγος του Ιουστινιανού και Σοφία) και επτά κυβέρνησαν σαν αντιβασίλισσες (Μαρτίνα, Ειρήνη, Θεοδώρα, η Υποστηρίκτρια της Ορθοδοξίας, οι σύζυγοι του Λέοντος VI, η Θεοφανώ και η Θεοδώρα Πορφυρογέννητη (1028-1050), ενώ πέντε κυβέρνησαν με εξαιρετική ικανότητα σαν Μονάρχες, παρά την κριτική που τους ασκήθηκε ένεκα του φύλου τους (η Θεοδώρα η τελευταία των Μακεδόνων, Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, οι Αυτοκράτειρες του Αλέξιου Ι Κομνηνού, Μαρία της Αντιοχείας και Ευφροσύνη Δούκαινα).
 Η συνεισφορά τους ήταν τεράστια όχι μόνο στο βυζαντινό πολιτισμό αλλά και στη διατήρηση της δυναστικής συνέχειας και η εγκυρότητα της διακυβέρνησής του αναγνωρίζεται εξ ολοκλήρου. Ακόμα και για αυτοκράτειρα λιγότερο ικανή στη διακυβέρνηση όπως η Ζωή, οι πολίτες (άνδρες και γυναίκες) βγήκαν στους δρόμους να την υπερασπιστούν με αίτημά τους την επαναφορά «της δέσποινας ολόκληρης της αυτοκρατορικής οικογένειας, της νόμιμης κληρονόμου της αυτοκρατορίας»[4] δείχνοντας έτσι την πίστη και τον σεβασμό με τον οποίο έβλεπαν οι υπήκοοι τις αυτοκράτειρές τους.
 
Γ. Μιχαήλ Ψελλός – Ζωή και Θεοδώρα οι Πορφυρογέννητες
 1. Μιχαήλ Ψελλός (βιογραφία)
Στη δημόσια ζωή του Βυζαντίου του 11ου αιώνα, πρωτοστατούν κάποια άτομα από τα μεσαία ή κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Με εφόδιά τους την ευφυΐα και ευελιξία και με την υψηλή παιδεία, που είχαν δικαίωμα να αποκτούν, έγιναν ικανοί να ανταποκριθούν σε υψηλά αξιώματα και βοήθησαν τον κρατικό μηχανισμό της εποχής τους. ΄Ένας από αυτά τα άτομα ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός.
Για να κατανοήσουμε τη Χρονογραφία του που αφορά σε μεγάλο μέρος τις Αυτοκράτειρες Ζωή και Θεοδώρα τις Πορφυρογέννητες, πρέπει να αναφερθούμε στο ρόλο του κοντά τους.
Ο Μιχαήλ Ψελλός σπούδασε δικηγορία και υπηρέτησε ως δικαστικός πριν γίνει δεκτός στην αυτοκρατορική αυλή για τις πολύτιμες γνώσεις του. Παραιτείται αργότερα, κάτω από την πίεση των στρατιωτικών αλλά με τη βοήθεια της Θεοδώρας αποκτά ξανά τη θέση του και την πολιτική του δύναμη μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο αδύνατος και φιλόδοξος χαρακτήρας του τον οδηγούν σε αντιφατικές ενέργειες, σε ανέντιμους συμβιβασμούς και σε κολακείες στους εκάστοτε ισχυρούς. Σπουδαία, αν και όχι πάντοτε αντικειμενική είναι η ιστορία του που καλύπτει την περίοδο 976-1077. ΄Όλα του τα έργα διακρίνονται για την άψογη χρήση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και για τη γλαφυρότητα του ύφους του, αρετές που δικαιώνουν ορισμένους βυζαντινολόγους να τον θεωρούν ως τη μοναδική λογοτεχνική ιδιοφυΐα του Βυζαντίου.
  1.  Ζωή Πορφυρογέννητη (1028-1050)
Ο Ψελλός μας περιγράφει κατ’ αρχάς την Ζωή την Πορφυρογέννητη, αδελφή της Θεοδώρας και κόρη του Κωνσταντίνου VIII, από την μακεδονική αυτοκρατορική γενιά (εγγονή του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου).
Θεωρείται δυναμική γυναίκα, σπάταλη που ζήλευε την αδελφή της Θεοδώρα, η οποία είχε παραμείνει στο παλάτι μετά το γάμος της Ζωής με τον Ρωμανό III και μοιραζόταν τις αυτοκρατορικές τιμές αλλά σε κατώτερη θέση από την αυτοκράτειρα.
Η ζήλια της Ζωής για την αδελφή της οδηγεί τη Θεοδώρα σε μοναστήρι με ποινή την κουρά (κούρεμα), το οποίο λέγεται ότι εκτελέστηκε από την ίδια την αυτοκράτειρα.
Η θέση όμως της Θεοδώρας παραμένει εξαιρετικά αξιοσέβαστη έστω και κατ΄ επίφασιν. Οι τιμές δεν τις είχαν στερηθεί καθώς και κάποια βασιλικά προνόμια.
Η Ζωή παντρεύτηκε τρεις φορές, τον Ρωμανό ΙΙΙ, τον Μιχαήλ IV Παφλαγόνα, και τον Κωνσταντίνο IX τον Μονομάχο. Κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας της υιοθέτησε τον ανιψιό του Μιχαήλ IV, τον Μιχαήλ V, ο οποίος και κυβέρνησε με τη συναίνεση της Ζωής.
Η Ζωή θεωρούσε ασύλληπτο να κυβερνά μόνη γι’ αυτό και αναζητούσε το γάμο ή κάποιον, όπως τον υιοθετημένο γιο του Μιχαήλ, πάντα μέσα από τον κύκλο της αυλής της. Ανέχθηκε ακόμα και την ερωμένη του Κωνσταντίνου Μονομάχου τη Μαρία Σκλήραινα, προσφέροντάς της αρκετά προνόμια μέσα στην αυλή.
Βλέπομε λοιπόν, τα ήθη της εποχής να είναι πολύ ανεκτικά προς τον άνδρα – αυτοκράτορα.
Η Ζωή, κατά την περιγραφή του Ψελλού, δείχνει ότι ενώ αφήνει την διοίκηση της αυτοκρατορίας ολοκληρωτικά στον Κωνσταντίνο και δεν αναμειγνύεται, δεν είχε ποτέ αποκηρύξει την αυτοκρατορική της θέση ή την πολύ πραγματική εξουσία στην αυλή. Γενναιόδωρη και σπάταλη κατάφερε να αδειάσει το θησαυροφυλάκιο, τιμωρούσε με το παραμικρό μικρά σφάλματα και ανεχόταν μεγάλα. Σαν γυναίκα ήταν όμορφη με επιβλητική μορφή παρότι ήταν παχουλή και κατά τον Ψελλό είχε πάθος να επινοεί και να παρασκευάζει αρώματα τα οποία δημιουργούσε για να τα προσφέρει σαν θυσία της στο Θεό. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τις παραδοσιακές ασχολίες των γυναικών, γνέσιμο και ύφανση.
¨Όπως προαναφέραμε, ανανέωσε τέσσερις φορές την αυτοκρατορική εξουσία νομιμοποιώντας αυτοκράτορες με γάμο ή υιοθεσία.
  1. Θεοδώρα Πορφυρογέννητη (1042-1056)
Αντίθετα με την αδελφή της Ζωή, η Θεοδώρα ήταν πολύ δυναμική και μετά από όλα όσα είχε βιώσει από τους τρεις γάμους της αδελφής της, δεν θέλησε να εγκαταστήσει κανέναν άντρα στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Κράτησε για τον εαυτό της όλη τη δύναμη της εξουσίας και διακυβερνούσε τα πάντα μόνη της, έχοντας βέβαια κοντά της ανθρώπους που τη στήριζαν και είχαν πείρα στα κρατικά ζητήματα και στη διοίκηση.
Συμπεριφερόταν σαν άνδρας, τελούσε τις αρχαιρεσίες, απένειμε δικαιοσύνη και με ανάλογο ύφος εξέδιδε διαταγές, προφορικές ή γραπτές, που έπρεπε να εκτελεσθούν.
Καινοτομεί και δεν προσφέρει τις καθιερωμένες δωρεές στο λαό και στο στρατό προκαλώντας δυσαρέσκεια την οποία καταπνίγει εξηγώντας ότι δεν αναλάμβανε για πρώτη φορά την εξουσία μιας και συγκυβερνούσε για μεγάλο διάστημα με την αδελφή της έστω και από κατώτερη θέση.
Εδώ φαίνεται η περιβόητη φιλαργυρία της και δείχνει ότι δεν φοβάται να καταργήσει έθιμα, αφού ήταν η επιλογή της.
¨Όπως προαναφέραμε, ούτε η Εκκλησία ήταν απόλυτα ευχαριστημένη που μια γυναίκα κυβερνούσε την αυτοκρατορία γι’ αυτό και η Θεοδώρα ίσως αν είχε περισσότερο χρόνο να καθαιρούσε τον Πατριάρχη που δεν έκρυβε αυτή του τη δυσαρέσκεια.
Ήταν τόσο ευθύς και μεγαλοπρεπής ο τρόπος διοίκησης της Θεοδώρας, ώστε κανείς δεν δυσανασχετούσε αν και έδινε αυτή την εντύπωση μιας και θεωρούσαν τη γυναίκα κατώτερη και παρόλα αυτά έβλεπαν τη γυναίκα – αυτοκράτειρα να διοικεί σαν άντρας.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής της δεν κηρύχθηκε κανένας πόλεμος.
Παρά την προχωρημένη ηλικία της, δεν έχασε την πνευματική της διαύγεια και με ευχέρεια λόγου επέβαλλε την τάξη.
Η εξυπνάδα της φαίνεται και από το γεγονός ότι επικεφαλής των κρατικών υποθέσεων δεν τοποθέτησε κανέναν από τους έμπιστούς της που διακρίνονταν για την ευφυΐα τους, από φόβο μη ραδιουργήσουν εναντίον της (φαινόμενο συνηθισμένο για τους βυζαντινούς). Διορίζει λοιπόν τον πλέον αργόστροφο τον Λέοντα Παρασπόνδυλο ως πρωθυπουργό της με τους τίτλους σύγκελλος και πρωτοσύγκελλος για να μπορεί να κυβερνά η ίδια κατά το δοκούν.
Αυτός απότομος όπως η ίδια, έγινε γρήγορα μισητός αφού δεν είχε πολιτική ευστροφία και ρητορική και οι σχέσεις του με τους υπηκόους ήταν απογοητευτικές. Η ντομπροσύνη και το ασυμβίβαστο δεν ήταν στα χαρίσματά του και έγινε αντιπαθής στον κόσμο που ήθελε μέσω της κολακείας να πετυχαίνει τους στόχους του. ΄Έναν άλλο άνθρωπο που από πάντα εμπιστεύεται, ακόμα και κατά τη διαμονή της στο μοναστήρι, είναι ο Μιχαήλ Ψελλός, τον οποίο οι άλλοι έμπιστοί της δεν εκτιμούσαν 0μιας και τον ανακάλεσε από την εξορία που είχε επιβάλλει ο ίδιος στον εαυτό του ως μοναχού.
Και ο Ψελλός από τη μια μας παρουσιάζει τη Θεοδώρα δυναμική, παρορμητική, να διοικεί σαν άντρας και από την άλλη ότι δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει το σκοπό της επειδή δεν στάθηκε στο πλευρό του πρωθυπουργού της.
Αν και έξυπνη αυτοκράτειρα δεν σκέφθηκε ότι έπρεπε να φροντίσει για την διαδοχή της και να αναθέσει σε άξιους τις υποθέσεις του κράτους, οι οποίοι θα την βοηθούσαν στο κύριο αυτό θέμα.
Επίσης, από τη μια μας την παρουσιάζει ως ευσεβέστατη προς τα θεία και από την άλλη θεωρεί ότι παραβαίνει τους θεϊκούς νόμους λόγω της εξουσίας.
 «Ο Ψελλός κρίνει τη βασιλεία της ως επιτυχημένη, παρόλο που την επικρίνει για την αφέλειά της να πιστεύει ότι θα ζούσε για πάντα και την αποτυχία της να προνοήσει για τη διαδοχή».[5]
Τη θεωρεί αξιόλογη γιατί αναλαμβάνει την διακυβέρνηση μετά τα εβδομήντα της και χωρίς καμία επίσημη εκπαίδευση τα πάει τόσο καλά.
Χρησιμοποιεί κανονικούς υπουργούς και δεν βασίζεται στους ευνούχους της δίνοντας μάθημα για το τι μπορεί να πετύχει κάποιος με την επιμονή στους στόχους και θεωρείται το καταλληλότερο τέλος της Μακεδονικής δυναστείας.
 
Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μελετώντας τα κείμενα του Ψελλού αντιλαμβανόμαστε ότι και οι αυτοκράτειρες δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους αυτοκράτορες όταν διψούν για εξουσία, μηχανορραφούν, αρέσκονται στις κολακείες, επέλεγαν σε κάθε περίπτωση αυτό που εξυπηρετούσε τις δικές τους προτεραιότητες, και όσες δεν παντρεύονταν, όπως η Θεοδώρα, προΐσταντο της αυλής, διόριζαν αξιωματούχους, εξέδιδαν διατάγματα, ρύθμιζαν δικαστικές διαφορές, δέχονταν πρέσβεις και αρχηγούς κρατών και γενικά εκπλήρωναν τον τυπικό ρόλο του αυτοκράτορα σαν άντρες λαμβάνοντας και αποφάσεις για θέματα οικονομικής ή εξωτερικής πολιτικής.
Αμέριστη βέβαια συμπαράσταση στη δύναμη της εξουσίας της, είχε τη θερμή υποστήριξη ανθρώπων πεπειραμένων στις κρατικές αποφάσεις αλλά και του ίδιου του λαού.
 
  Πηγή:http://archive.alithia.gr/default.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου