«Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν αλλά σ’ αυτούς που την έχουν ανάγκη»

Π. Νερούντα

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Οι βρυκόλακες στην ελληνική παράδοση

Οι βρικόλακες, σύμφωνα με το Νικόλαο Πολίτη



Στην ενότητα «Βρικόλακες» του βιβλίου «Παραδόσεις του Ελληνικού λαού», ο Νικόλαος Πολίτης αναφέρεται στο«Βουρδόλακα (αρ. 954)»:
Μια φορά, κάπου σκοτώθηκε ένας άνθρωπος κι έμεινε πολύν καιρό άταφος. Στο ύστερο Τον βρήκαν και τον έθαψαν στο χωριό του. Μετά κάμποσον καιρό, παρατήρησαν οι χωριανοί πως τους έλειπαν τ΄αυγά τους, οι κότες τους, τα κατσίκια τους, τα πρόβατά τους, και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβη. Όταν, μια φορά, πήγε ο παπάς νύχτα στην εκκλησιά και είδε πως έβγαινε ένας διάβολος απ’ τον τάφο εκείνου του σκοτωμένου, και έμπαινε στα αχούρια των ανθρώπων. Πήγε και μπρος στο σπίτι της χήρας και εφώναζε, απαράλλαχτα καθώς εφώναζε εκείνος όταν τον σκότωναν: « Αχ, ο δόλιος! Γιατί με σκοτώνετε; Κόσμο θα φάω!».
Ο παπάς τα μολόησε στους χωριανούς όλα όσα είδε κι άκουσε. Τότε σηκώνεται ένας γέρος και λέει στους χωριανούς: « Ο διάβολος που βγαίνει από τον τάφο δεν είναι άλλος κανένας, παρά κείνος ο σκοτωμένος που βουρδολάκιασε. Καθώς άρχισε να τρώει τ’ αυγά μας και τα ζωντανά μας, ύστερα θα φάει και τους συγγενείς του, και στο τέλος όλους μας. Πρέπει το λοιπόν να τον χαλάσουμε. Ξέρετε πως οι βουρδόλακοι μένουν το Σάββατο στον τάφο τους. Πρέπει λοιπόν, χωρίς άλλο, να βρούμε ένα σαββατογεννημένο και να του δείξομε τον τάφο του βουρδόλακα. Και κείνος θα μας ορμηνέψει τι να κάμουμε»

Οι χωριανοί έκαναν καταπώς τους είπε ο γέρος, βρήκαν ένα σαββατογεννημένο και του παράστησαν το πράμα. Και κείνος τους είπε: «Βράστε δύο κακάβια ξίδι, πυρώστε ένα σουγλί στη φωτιά, και έχετε έτοιμα ένα τσικούρι, μερικά ακονισμένα μαχαίρια και μια καπότα. Το Σαββάτο, πριχού να ‘βγει ο ήλιος, όλα αυτά θα τα πάμε στον τάφο του βουρδόλακα» Τα ‘καμαν όλα αυτά. Όταν έφτασαν στον τάφο, έπλυνε πρώτα ο σαββατογεννημένος το πρόσωπο και τα χέρια του με το ξίδι. Έπειτα πήρε την καπότα και τη στύλωσε αντίκρυ στον τάφο, σ’ ένα δέντρο, και την έβαλε έτσι, που φαινόταν σα να ήταν άνθρωπος τυλιγμένος μέσα. Πήρε ύστερα και το τσικούρι κι άρχισε ν’ ανοίγει τον τάφο. Και ο βουρδόλακας από μέσα απ’ τη γη τ’ άκουγε, κι εβογκούσε κι εφοβέριζε κι εφώναζε: «Ποιός είναι; Θα τον φάω!». Κι εκείνος του έλεγε: «Πρώτα να σε βγάλω όξω, και ύστερα φάε με».
Τον εξέχωσαν λοιπόν το βουρδόλακα. Ήτο μεγάλος, παχύς, κόκκινος κόκκινος και με γουρλωμένα μάτια. Γυρίζει στο σαββατογεννημένο με θυμό και του λέει: « Ποιός μ’ επρόδωσε;» «Κείνος για, που ειν’ ακουμπισμένος στο δέντρο» του λέει αυτός. Δεν απόσωσε το λόγο, κι η καπότα που ‘ταν στο δέντρο στη στιγμή χάθηκε, γιατί ο βουρδόλακας της έριξε από τη φωτιά και την έκαψε. Τότες αρπάζει ο σαββατογεννημένος το βουρδόλακα, του σκίζει το στήθος, βγάνει την καρδιά του, την τρυπά με το σουγλί και τη ρίχνει στο ένα από τα δυο καζάνια με το ξίδι που βράζανε. Ύστερα έχυσε το ξίδι στον τάφο, απάνω στο βουρδόλακα, έριξε μέσα το τσικούρι και όλα όσα μεταχειρίστηκε, και τον ξανάχωσε πάλι. Έπειτα έπλυνε τα χέρια του και έφυγε μαζί με τους άλλους. Από τότες ο τρισκατάρατος δεν ξαναφάνηκε».
ΑΡΑΧΟΒΑ ΤΗΣ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ
Ερμηνευτικά σχόλια
Οι βρικόλακες
Από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ως τα μέσα του 19αι.δεκάδες ήταν οι μαρτυρίες σε χωριά της υπαίθρου για την ύπαρξη βρικόλακων τις νύχτες και το θάνατό τους απ’ τους χωρικούς οι οποίοι τους έκαιγαν ή τους έκοβαν το κεφάλι.
Ακόμη και ο θεμελιωτής της Λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης έχει καταγράψει πολλές περιπτώσεις εμφάνισης βρικόλακων, με πολλά ονόματα, που τους αποκαλούσαν οι χωρικοί, όπως: Βουρδούλακας (στην Αράχωβα), Καταχανάς, Βαρβάλακας, Βουλκούλακας Βορδόλακας, Σαρκωμένος, κλπ.
Ετυμολογικά η λέξη βρικόλακας σημαίνει το νεκρό που βγαίνει τη νύχτα απ΄τον τάφο και ρουφάει το αίμα των ζωντανών και μεταφορικά τον άνθρωπο που τριγυρνάει όλη νύχτα ασκόπως.
Στην Ελληνική παράδοση ο βρικόλακας θεωρείται χθόνια θεότητα, δημιούργημα της λαϊκής φαντασίας με διάφορα χαρακτηριστικά σύμφωνα με τα οποία εξέρχεται τη νύχτα από τον τάφο και παρενοχλεί τους ζωντανούς, θρεφόμενος με το αίμα τους, λερώνει τα σπίτια των συγγενών τους και στη συνέχεια τούς σκοτώνει.
Μπορεί να πάρει τη μορφή ζώου ώστε να φοβερίσει τους ανθρώπους ή τη μορφή άψυχου όντος (ομίχλη, χιόνι).Έχει υπερβολική δύναμη, συνδέεται με το σκοτεινό πνεύμα και διψάει απ΄την ανάμνηση της ζωής που είχε.
Οι βρικόλακες κατοικούν στους τάφους και μόνο τη νύχτα εξέρχονται στη γη ως αιμοβόρα τέρατα που τρέφονται, εκτός του αίματος, με γάλα ή και αλεύρι. Οι παραδόσεις αναφέρουν ότι οι βρικόλακες φοβούνται τα Θεία, ενώ το Σάββατο και την Κυριακή παραμένουν στον τάφο τους.
Βρικόλακας μπορεί να γίνει και ο νεκρός με βίαιο θάνατο ή αυτός που δε διαβάστηκε από παπά στη νεκρώσιμη ακολουθία ή ο αφορισμένος τον οποίο έχει καταραστεί ο παπάς να μη λιώσει στο χώμα ή όποιος μολύνθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, (όσους βύζαξε, τους έδωσε τροφή ή τον αγάπησαν).
 Η πίστη των χωρικών στην κακοποιό δράση των βρικόλακων ήταν πολύ ισχυρή και περιηγητές αναφέρουν ότι ακόμη και ολόκληρα χωριά εκκενώθηκαν απ’ τους κατοίκους τους, ώστε να αποφύγουν τη δράση των σκοτεινών αυτών πνευμάτων. Η λύτρωση απ’ το βρικόλακα γινόταν με την εκταφή, το κάρφωμα στην καρδιά, το κάψιμο του, το κόψιμο του κεφαλιού του και το ζεμάτισμα.Συνήθως ξέθαβαν τα πτώματα, αφαιρούσαν την καρδιά τους και στη συνέχεια τα έκαιγαν για να απαλλαγούν απ’ το βρικόλακα.Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι ψυχές των νεκρών δεν κατέβαιναν στον Άδη αλλά περιφέροντας στη γη και γι αυτό το σκοπό είχαν καθιερώσει τα Ανθεστήρια, την τριήμερη γιορτή όπου τελούνταν θυσίες και τελετουργίες, ενώ επικαλούνταν τις ψυχές των νεκρών (κήρες).
Αντίστοιχα και στην αρχαία Ρώμη γιορτάζονταν τα Lemuria, όπου επικαλούνταν τις ψυχές των νεκρών Lemures, μέσω τελετών και θυσιών.
Στα νεότερα χρόνια η πρόληψη των αρχαίων με τις ψυχές των νεκρών είχε επικρατήσει σε πολλά χωριά της Ελληνικής υπαίθρου με τη μορφή των βρικολάκων ως θορυβοποιά και σκοτεινά πνεύματα.
Εκτός απ΄το Λαογράφο Νικόλαο Πολίτη, αναφορά για το Βρικόλακα υπάρχει και στο λαογράφο Δ. Καμπούρογλου.
Στην Ελληνική πεζογραφία και ποίηση, στοιχεία για τους Βρικόλακες υπάρχουν στους:
• Γρηγόριο Ξενόπουλο, «Το Φάντασμα» με ιστορία που αναφέρεται στη Ζάκυνθο, όπου η ηρωίδα ανακαλύπτει άλιωτο το σώμα του αρραβωνιαστικού της.
• Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, «Θανάσης Βάγιας» όπου αναφέρεται στο βρικόλακα.
• Αργύρη Εφταλιώτη, «Ο Βρυκόλακας» πρόκειται για τραγωδία σχετική.
• Ζαχαρία Παπαντωνίου «Ο όρκος του πεθαμένου» όπου γίνεται αναφορά στο Δημοτικό τραγούδι «Κωνσταντής» που έγινε βρικόλακας, προκειμένου να φέρει την αδερφή του, απ’ τα ξένα, στη μητέρα του.

Οι βρυκόλακες είναι δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας, τα οποία στην ελληνική και χριστιανορθόδοξη παράδοση έχουν ποικίλα χαρακτηριστικά. Κατά τις διάφορες δοξασίες πρόκειται για σώματα νεκρών που για κάποιες αιτίες εξέρχονται από τους τάφους τη νύκτα και μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές ζώων, ιδιαίτερα κατοικίδιων πχ σκύλου ή κατσικιού με απώτερο σκοπό να φοβίσουν ή να ενοχλήσουν τους ζωντανούς συγγενείς τους ή και ξένους, περιφερόμενοι στους χώρους που διαβιούσαν. Έτσι συνδέονται άμεσα με το κακό και τον Σατανά. Σε κάποιες περιοχές λέγονται “καταχανάδες” ή “τυμπανιαίοι” γιατί είναι φουσκωμένοι από το αίμα των ανθρώπων που έχουν πιεί.[1][2][3]
Τρέφονται με αίμα, αλλά και γάλα ή αλεύρι, μαγαρίζουν (λερώνουν) το σπίτι συγγενικών τους προσώπων και σκοτώνουν πρώτα τους συγγενείς τους. Δεν τους επηρεάζει ο ήλιος, αλλά φοβούνται τα Θεία και, κατά κάποιες ελληνικές παραδόσεις, η μόνη ημέρα που γυρίζουν στον τάφο τους είναι το Σάββατο ή η Κυριακή. Δεν μπορούν να διασχίσουν νερό, ειδικά θαλασσινό.[1][2][3]
Αλλα οι επιστημονες δεν αρνουνται την εμφανιση τους, λογω καποιων παραξενων επιθεσεων ζωων. Μπορει να ζουνε ακομα και σημερα απλα να μην εχουν τα εντονα χαρακτηστικα οπως στις κινηματογραφικες ταινιες(ματια κτλ.).
Δεν πρέπει να συγχέονται με τα Βαμπίρ της Ανατολικής Ευρώπης,[4] που έχουν δικές τους παραδόσεις, αλλά ούτε και με τα αποκυήματα της λογοτεχνίας, δηλ. τον Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ, το Βαμπίρ του Τζον Πολλιντόρι, ή την Καμίλλα του Λε Φανού. Σύμφωνα με τη λογοτεχνία, τα βαμπίρ τρέφονται με το αίμα των ζωντανών. Μένουν στους τάφους τους κατά την διάρκεια της μέρας και βγαίνουν απ’ αυτούς μόλις νυχτώσει, εξαιτίας της αδυναμίας τους στο ηλιακό φως. Συνήθως παρουσιάζονται, σε έργα φαντασίας, με κυνόδοντες μεγαλύτερους του κανονικού, τους οποίους χρησιμοποιούν για να τρυπούν το σώμα των θυμάτων τους.
Περισσότερο γνωστές στο ευρύ κοινό είναι οι παραδόσεις των βαμπίρ στην Ρουμανία,[4] και αγνοούνται οι πλούσιες ελληνικές παραδόσεις για τους βρυκόλακες (ή βουρβούλακες ή βρυκολάκιους), που υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα και στη Μ. Ασία (πχ Πόντος).[1][2][3][5]
Σήμερα, οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι προσπαθούν να διαχωρίσουν τον μύθο από την πραγματικότητα και να εξηγήσουν γιατί οι παραδόσεις για τους «απέθαντους» είναι τόσο διαδεδομένες, δεδομένου πως δεν έχει αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιων όντων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου